Λαϊκή συμμετοχή στη Μάχη της Κρήτης | Γ. Σκαλιδάκης
Στις 20 Μαΐου 1941 ξεκίνησε η γερμανική επίθεση στον τομέα Χανίων, μια μοναδική επιχείρηση κατάληψης στόχου κυρίως με αερομεταφερόμενες δυνάμεις σε 4 σημεία στους νομούς Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Η μάχη ήταν εξαρχής σφοδρή και οι Γερμανοί απέτυχαν να καταλάβουν τους στόχους τους εκτός από την καθοριστική περιοχή γύρω από το αεροδρόμιο του Μάλεμε.
Όπως θυμόταν ένα μέλος της αυστριακής 5ης ορεινής μεραρχίαςυπό τον στρατηγό Julius Ringel που πολέμησε στην Πολωνία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, τη Νορβηγία και την Τυνησία, «δώσαμε τις πιο σκληρές μάχες στην Κρήτη».
Αν από τη μεριά των επιτιθέμενων η καινοτομία ήταν στρατιωτική και χωρίς συνέχεια -η χρήση των επίλεκτων αλεξιπτωτιστών ως η βασική δύναμη επίθεσης-, από τη μεριά των κυρίως αμυνόμενων, των κατοίκων του νησιού η καινοτομία ήταν κοινωνική και πολιτική και άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο που θα αποκτούσε καταλυτικές διαστάσεις τόσο στη διεξαγωγή του πολέμου παγκόσμια όσο και στο μεταπολεμικό πολιτικό σκηνικό. Η λαϊκή συμμετοχή στη μάχη της Κρήτης ήταν ο προάγγελος της εμπλοκής των κατεχόμενων κοινωνιών στη -μαζική και ένοπλη- Αντίσταση ενάντια στον εξανδραποδισμό τους από το ναζισμό. Από τη σκοπιά της μελέτης των πολιτικών ανακατατάξεων στην κατεχόμενη Κρήτη, αυτός ο λαϊκός ξεσηκωμός αποτελεί και τη σημαντικότερη διάσταση της μάχης.
Πληθώρα μαρτυριών επιβεβαιώνουν ότι σε πολλά και διάφορα σημεία του νησιού, η γερμανική επίθεση λειτούργησε ως συναγερμός λαϊκής κινητοποίησης, όπλα ξεθάφτηκαν, ομαδοσυγγενικά δίκτυα ενεργοποιήθηκαν και μικρές ομάδες που συγκροτούνταν επιτόπου προσπαθούσαν να φτάσουν στα πεδία των μαχών ή να δημιουργήσουν ενέδρες για τους επιτιθέμενους. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του κτηνοτρόφου Αδάμη Κρασανάκη, 57 ετών τότε, που είχε συμμετάσχει ως εθελοντής στους Βαλκανικούς πολέμους και στο κίνημα Εθνικής Αμύνης. Ο Κρασανάκης βρισκόταν στο οροπέδιο Λασιθίου, μακριά από τα σημεία των γερμανικών επιθέσεων:
–Να πάω θέλω, μωρέ, κι εγώ από ’παέ να δούμε ίντα ‘πογίνεται στο Ηράκλειο. Κι έρχομ’ επαέ πρωί–πρωί και περνώ απού το σπίτι και θωρώ τη μακαρίτισσα τη γυναίκα και μου λέει. –Πού πας, μπρε; Λέω. –Να πάω θέλω κι εγώ, Λωξαντράκι, από ‘παέ ίσαμε το Ηράκλειο να δω ίντα γίνεται. Λέει. –Μήστητί–μου, Κύριε, ακόμη δεν εποβαρέθηκες τσι πολέμους; Γιάερε, μπρε, να πα να κάτσεις να ησυχάσεις. Λέω. –Να πάω θέλω κι εγώ να δω ίντα γίνεται.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, διάφορες ομάδες είχαν εξασφαλίσει τον αρχικό οπλισμό τους. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ακριβής καταμέτρηση των εμπλεκόμενων πολιτών στις συγκρούσεις αλλά οι συμμαχικές πηγές εκτίμησαν πως οι ένοπλοι ήταν περίπου 3.000 άτομα.
Στα χωριά του Σελίνου, με την καμπάνα του χωριού δινόταν το σύνθημα συγκέντρωσης των ανδρών με όποιο οπλισμό έβρισκε ο καθένας. Από το ανατολικό Σέλινο κατευθύνονταν προς το χωριό Ροδοβάνι και από κει στην Κάντανο. Ο Θεόδωρος Γεωργιακάκης από το χωριό Κουστογέρακο θυμόταν:
Με βρήκε η Μάχη στο Κουστογέρακο. Μας πήραν μέσω Κανδάνου τηλέφωνο να ειδοποιήσουμε όλα τα χωριά να συγκεντρωθούν εκεί οι άνδρες με τα όπλα. […] Στο κάλεσμα του συντ/ρχη Χαράλαμπου Σειραδάκη, που του είχε ανατεθεί από την κυβέρνηση η πολιτική επιστράτευση, όλοι οι κάτοικοι του σημερινού Δήμου Ανατολικού Σελίνου που είχαν τουφέκια, ακόμα και κυνηγετικά, έτρεξαν στην Κάνδανο.
Το πρωί της 21ης Μαΐου είχαν συγκεντρωθεί στην Κάντανο εκατοντάδες οπλισμένοι εκ των ενόντων και άοπλοι. Κατά ομάδες προωθήθηκαν προς το βορρά μέχρι την κατάληψη των Βουκολιών από τους Γερμανούς.
Από τον Αλικιανό υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση του πληθυσμού και σκληρή επίθεση στη γερμανική μονάδα αλεξιπτωτιστών που προσγειώθηκε γύρω από τη λίμνη της Αγιάς. Οι Γερμανοί υπολόγιζαν τους μαχόμενους πολίτες σε 100, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, οπλισμένους με τσεκούρια και σπαθιά. Στο δε Καστέλι Κισάμου, οι ένοπλοι πολίτες είχαν αποφασιστική συμμετοχή στην πλήρη εξουδετέρωση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών που έπεσαν στην περιοχή (απόσπασμα Μούρμπε).
Οι βαριές απώλειες του σώματος αλεξιπτωτιστών ουσιαστικά έβαλαν τέρμα σε αυτό το είδος πολέμου. Και, ακόμα χειρότερα για τον Άξονα, η Μάχη της Κρήτης έβαλε με εμφατικό τρόπο στην εξίσωση του πολέμου τον λαϊκό παράγοντα και την μετέπειτα Αντίσταση που έμελλε να καθορίσει πολιτικά τόσο τον πόλεμο όσο και την ειρήνη. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε παροξυσμό τη γερμανική ηγεσία και σε μια σειρά αγριοτήτων κατά του πληθυσμού. Έπρεπε όμως πρώτα να νομιμοποιηθεί αυτή η αιματηρή εκδίκηση, μετατρέποντας τους υπερασπιστές του τόπου τους σε καταπατητές του διεθνούς δικαίου και, σύμφωνα με τη ρατσιστική ιδεολογία του ναζισμού, σε «άγριους» που όπως όλοι οι πολιτισμένοι γνωρίζουν, βρίσκονται «εκτός νόμου».