Σχολική Επιθετικότητα | μια μαθημένη Κοινωνική Συμπεριφορά
Το πρόβλημα της σχολικής επιθετικότητας δεν αποτελεί ένα καινούργιο φαινόμενο, καθώς μεγάλος αριθμός ερευνών έχουν αναδείξει το μέγεθος του προβλήματος, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.
Αν και οι σχετικές μελέτες είναι περιορισμένες, τα κρούσματα της επιθετικής συμπεριφοράς από μαθητές στο χώρο του σχολείου αφορούν και την ελληνική πραγματικότητα. Ειδικά τα τελευταία χρόνια η συχνότητα εμπλοκής των μαθητών σε επιθετικές ενέργειες στα ελληνικά σχολεία, έχει αυξηθεί σημαντικά. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, προκύπτει ότι τα αγόρια παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα επιθετικής συμπεριφοράς σε σχέση με τα κορίτσια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το -σχετικά- πρόσφατο περιστατικό που έγινε γνωστό μέσω βίντεο που κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο, στο οποίο καταγράφεται ένας μαθητής του ΕΠΑΛ να φωνάζει και να απειλεί την καθηγήτρια του με πολύ επιθετικό και βίαιο τρόπο προκειμένου να του σβήσει την απουσία. Παράλληλα εντύπωση προκαλεί και η στάση των παριστάμενων μαθητών, όπου όχι μόνο μένουν έξω από την κατάσταση και παραμένουν ανενεργοί αλλά φαίνεται να ενισχύουν και να ενθαρρύνουν την συμπεριφορά του συμμαθητή, γελώντας και διασκεδάζοντας με το να κοιτάνε την φιλονικία του. Επομένως, φαίνεται ότι η επιθετική συμπεριφορά στο χώρο του σχολείου μπορεί να έχει αποδέκτη όχι μόνο τον μαθητή αλλά ακόμα και τον ίδιο τον εκπαιδευτικό.
Οι περισσότεροι από εμάς παρακολουθώντας το συγκεκριμένο βίντεο ίσως νιώσαμε θυμό ή οργή, χαρακτηρίζοντας την συμπεριφορά του μαθητή ως «κακή», «απαράδεκτη» ή «ανάρμοστη». Ωστόσο, σε αυτό που πρέπει να επικεντρωθούμε δεν είναι τόσο στην συμπεριφορά του μαθητή αλλά στο ποιοί είναι εκείνοι οι λόγοι που κάνουν ένα παιδί να φέρεται τόσο επιθετικά. Δηλαδή, είναι ένα εγγενές ένστικτό ή είναι αποτέλεσμα μάθησης;
Η κοινωνική συμπεριφορά των παιδιών ανεξάρτητα από τα κληρονομικά και ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά που κουβαλάνε, επηρεάζεται σημαντικά από παράγοντες περιβαλλοντικής φύσης (οικογένεια, κοινωνία) και δεν μπορεί να είναι τόσο ενστικτώδης, τυχαία ή ανακλαστική. Η οικογένεια ως πρωτογενής παράγοντας κοινωνικοποίησης επιδρά καθοριστικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών και λειτουργεί για εκείνα ως πρωτεύον πλαίσιο για την μίμηση και ταύτιση συμπεριφορών. Οι οικογενειακές συνθήκες στις οποίες μεγαλώνει ένα παιδί μπορεί να ευνοήσουν τις αντικοινωνικές και επιθετικές συμπεριφορές που μπορεί να εκδηλώσει, καθώς τα παιδιά συνήθως αντιγράφουν και μιμούνται τις συμπεριφορές των μεγάλων. Για παράδειγμα, σε οικογένειες που υπάρχει γενικά επιθετικότητα και καθημερινές συγκρούσεις, ευνοείται η εκδήλωση επιθετικών συμπεριφορών που θα διατηρεί το παιδί και στο σχολικό περιβάλλον και στην κοινωνία αργότερα ως ενήλικας. Επίσης, η υπερβολική αυστηρότητα, οι σκληρές πρακτικές πειθαρχίας αλλά και η απουσία ή αδυναμία των γονέων να επιβάλλουν σαφή όρια και σταθερούς κανόνες στην διαπαιδαγώγηση του παιδιών τους, έχουν ως αποτέλεσμα επίσης την αδυναμία ή την άρνηση του μαθητή να πειθαρχήσει και να αποδεχθεί τους κανόνες της σχολικής κουλτούρας. Ακόμη, πολλές φορές σαν γονείς εκπαιδεύουμε τα αγόρια ώστε να είναι φαινομενικά πιο επιθετικά από τα κορίτσια, εξαιτίας των πολιτισμικών και κοινωνικών μας προτύπων, που προάγουν την πεποίθηση ότι η επιθετικότητα είναι φυσιολογικό αρσενικό γνώρισμα. Επομένως, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη μας, ότι πίσω από κάθε επιθετική συμπεριφορά, βρίσκεται μία οικογένεια με μικρές και μεγάλες δυσλειτουργίες αλλά και μία κοινωνία και ένας πολιτισμός που ευνοεί τις επιθετικές συμπεριφορές.
Επιπλέον, το σχολικό σύστημα για να διαχειριστεί τέτοιες καταστάσεις, χρησιμοποιεί πολλές φορές τιμωρητικές πρακτικές, όπως η αποβολή του μαθητή, οι οποίες δεν λύνουν το πρόβλημα αλλά προκαλούν την κλιμάκωση της επιθετικότητας. Αυτό που πρέπει να αναζητήσουμε είναι η ρίζα του προβλήματος, δηλαδή τους γενεσιουργούς παράγοντες της επιθετικής-προβληματικής συμπεριφοράς για την πρόληψη και αντιμετώπιση της.
Τόσο η οικογένεια όσο και το σχολείο αποτελούν τα πιο σημαντικά υποστηρικτικά πλαίσια για το παιδί, για αυτό είναι τα πιο βασικά πεδία παρέμβασης για την πρόληψη και αντιμετώπιση των περιστατικών επιθετικής συμπεριφοράς. Η συμμετοχή των γονέων σε εκπαιδευτικά προγράμματα (π.χ. Σχολές Γονέων) αλλά και η αναζήτηση επαγγελματικής βοήθειας από έναν ειδικό, θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν ώστε να αναγνωρίζουν, να διαχειρίζονται και να επιλύουν καλύτερα τα προβλήματα συμπεριφοράς του παιδιού τους και γενικότερα τις σχέσεις τους μέσα στην οικογένεια. Όσον αφορά την διαχείριση των προβλημάτων συμπεριφοράς της σχολικής τάξης, από την πλευρά του εκπαιδευτικού είναι σίγουρα δύσκολη και απαιτητική. Ωστόσο, μέσω της συνεχούς κατάρτισης και επιμόρφωσης του σύγχρονου εκπαιδευτικού, θα μπορούσε να του παρέχει εκείνες τις γνώσεις, δεξιότητες και στρατηγικές, ώστε να αντιμετωπίζει πιο αποτελεσματικά τις διαταρακτικές μορφές συμπεριφοράς που παρουσιάζονται στην σχολική τάξη. Ακόμη, η συνεργασία και η επικοινωνία μεταξύ γονέων-εκπαιδευτικών-μαθητών αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλή ανάπτυξη και κοινωνικοποίηση των παιδιών. Τέλος, η παρουσία σχολικού ψυχολόγου ή συμβούλου στα σχολεία κρίνεται επιτακτική για την επίλυση των προβλημάτων συμπεριφοράς που παρουσιάζονται στο περιβάλλον του σχολείου.
Βερνάδος, Μ.(2003). Η επιθετικότητα του παιδιού στο σχολείο και στην οικογένεια. Διαθέσιμο: http/www. specialeducation. gr. Ανασύρθηκε, 22(11), 2011.
Βουκελάτου Α.(2009), Ενδοσχολική Επιθετικότητα: Ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου μέσα από μία μελέτη περίπτωση μαθητή Δημ. σχολείου, Τετράδια Ψυχιατρικής, 106, 92-106.
Κουρκούτας, Η., & Κοκκιάδη, Μ.(2015). Από τη σχολική βία και τον ενδοσχολικό εκφοβισμό στο «ενταξιακό σχολείο». Επιστημονική Επετηρίδα Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 8, 56-89.
Κούτρας, Β., & Γιαννοπούλου, Μ. (2004). Μορφές βίαιης συμπεριφοράς μεταξύ των παιδιών στο χώρο του σχολείου: παρεμβάσεις για την αντιμετώπισή της. Επιστημονική Επετηρίδα Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,3, 63-72.
Πουρσανίδου, Ε. Ι. (2016). Προβλήματα συμπεριφοράς στην τάξη και παρέμβαση του δασκάλου. Έρευνα στην Εκπαίδευση, 5(1), 62-75.