Αρθρογραφία

Διπλό Ραντεβού

Μπήκε στο αυτοκίνητο λαχανιασμένη, πέταξε την τσάντα της στο κάθισμα του συνοδηγού και έβαλε μπρος. Από συνήθεια άνοιξε και το ραδιόφωνο, χαμηλόφωνα.
Είχε αργήσει πάλι. Ο χρόνος δεν ήτανε ποτέ κάτι που κατάφερε να συμπορευτεί. Πάντα της ξέφευγε, γιατί ήταν ονειροπόλα και έκανε πολλές στάσεις να δει τούτο και κείνο κι αυτός είναι αφοσιωμένος κι ακούραστος δρομέας που δε λογαριάζει τίποτα.
Δεν κοίταξε καν το ρολόι στο ταμπλό γιατί ήξερε πως θα αγχωθεί ακόμα περισσότερο.

Προορισμός της, δύο ραντεβού. Το ένα ρουτίνα, το άλλο μια βουτιά σε νερά που γνώριζε καλά μα πάντα τα κολυμπούσε χωρίς θεατές, τουλάχιστον όχι επίσημα. Έγραφε. Έγραφε σκέψεις, συναισθήματα, απόψεις,
συμπεριφορές, έκανε κριτική και αυτοκριτική.
Μπορεί το χρόνο να μην τον δάμασε ποτέ, μα όλα τα παραπάνω τα φυλάκιζε αιώνια σε κώδικα ασπρόμαυρο και τα κάνε κτήμα της. Άλλα τα μοιραζόταν, άλλα τα φύλαγε για τα μάτια της μόνο, κάτι χειροπιαστό να έχει, σημεία αναφοράς του χρόνου που γλιστρά να γαντζώνεται που και που.
Και τώρα της ζητούσαν να γράφει. Τίποτα καινούριο θα μου πεις. Κι όμως. Τώρα θα πρεπε να γράφει και να τα μοιράζεται. Να αφήνει την πραμάτεια
του μυαλού της σε θέα κοινή, σαν να ναι βιτρίνα μαγαζιού να την ζυγίζει ο καθένας που τη βρίσκει μπροστά του. Να τη γυρνάει από ‘δω , να τη γυρνάει
από ‘κει να την αγοράζει ή να την προσπερνάει χωρίς δεύτερη ματιά.
Άλλος να γίνει πελάτης σταθερός της δημιουργίας της κι άλλος σταθερός κριτής και ω μη γένοιτο, κατακριτής.

Πικρό πράμα η απόρριψη, μα ακόμα πικρότερο είναι ν’ αφήνεις σκέψεις να μη βλέπουνε ποτέ το φως της μέρας γιατί δεν τόλμησες, σκέφτηκε.
Έχεις τόσα πράγματα να κάνεις, τόσες υποχρεώσεις, που θα βρίσκεις πάλι το χρόνο, ρώτησε η ανασφάλεια. Δε σε φτάνουν όλα τ άλλα, καινούριος τόπος, καινούρια δουλειά, θες να βγάλεις και τη σκέψη σου βόλτα σ’ ένα κόσμο απρόσωπο που θα σε κρίνει ανελέητα, την ξαναρώτησε πιο επίμονα.
Εγώ λέω να κάτσεις στ’ αυγά σου. Μη μιλάς, όλο ανοησίες λες της αντιγύρισε και πάτησε το γκάζι λίγο ακόμα, σε μια ύστατη προσπάθεια να σώσει λίγη αξιοπρέπεια απ’ την κούρσα με το χρόνο, να μην φανεί αναξιόπιστη.

Ο δρόμος χωρίς φωτισμό, με παράκαμψη και στροφές ατελείωτες δεν έκανε χάρες. Ούτε κι ο καιρός. Δεν έβρεχε, μα η παγωνιά
έκανε τον κόσμο να μοιάζει οπαλένιος, σαν να τον έβλεπε πίσω απ’ το τζάμι του μπάνιου. Δεν ξεχώριζε πολλά, ίσα την άσπρη γραμμή να ακολουθήσει
μπορούσε που σε πολλά σημεία χρειάστηκε κιόλας να ξαναβάψει με τη φαντασία της ότι ξεφτισμένα απομεινάρια δήλωναν την παρουσία της κάποτε. Κάποια στιγμή, σε μια ευθεία, σήκωσε τα μάτια λίγο κι ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με ένα φεγγάρι αναιμικό, ούτε καν μισή μερίδα, που έμοιαζε να ‘χε παγώσει κι αυτό μέσα στην κορνίζα τ’ ουρανού.
Άχνιζε η παγωνιά γύρω του σαν να ‘τανε ποτήρι μπύρας καλοκαιρινό που μόλις έβγαλε ο σερβιτόρος απ’ την κατάψυξη.

Το καλοκαίρι ίσως να φαινότανε δροσερό, μα τώρα δεν έκανε χάρες. Ανατρίχιασε.
Ακόμα κι η φύση που της έκανε πάντα συντροφιά στα ταξίδια της ήτανε αφιλόξενη απόψε. Έπιασε το τηλέφωνο απ’ το διπλανό κάθισμα κι έκανε να
τηλεφωνήσει, μα το ξανασκέφτηκε και τ’ άφησε να πέσει πάλι. Κοντόφτανε. Λίγο ακόμα και έφτανε στον προορισμό της. Είδε τη θάλασσα να φεγγίζει
αχνά στο βάθος δεξιά της κι άρχισε ήδη να οδηγεί νοερά μέσα στη μικρή πόλη. Καταλάγιασε λιγάκι κι η ανασφάλεια σαν να την έκανε βραδυκίνητη κι αυτή η κρυάδα της νύχτας.
Είχε τα πρώτα φώτα, χυτά και εκείνα να κοιτάζονται στο υγρό πανωφόρι της βραδιάς κι ησύχασε. Λίγα λεπτά ακόμα και θα ‘βλέπε την πλάτη του χρόνου. Η ανασφάλεια την άφησε κι αυτή και πήρε θέση στο πίσω κάθισμα μουτρωμένη που δεν τη λογάριασε. Είχε πάρει ήδη την απόφαση της.
Ο χρόνος θα δούλευε για αυτήν από δω και μπρος.
Κάθε βράδυ όταν θα ‘ναι πια κουρασμένος και κυλάει αργά θα τον φυλάκιζε καρέ καρέ σε σελίδες ασπρόμαυρες, να τον σερβίρει κάθε πρωί με συνοδεία ένα δυνατό καφέ κι ένα φρέσκο μπισκότο.
Δυνάμωσε τη μουσική και χαμογέλασε στον εαυτό της.

Έφτασε. Βγήκε απ τ αυτοκίνητο και την πήρε αγκαλιά η κρύα ανάσα του χειμώνα που μύριζε χιόνι. Κοντοστάθηκε και κοίταξε γύρω της να προσανατολιστεί. Σαν να της φάνηκε πως κάπου στο βάθος μύρισε μαζί με το βοριά και biskotto.

Μοιραστείτε την είδηση

Έφη Ανδρουλάκη

Αρθρογράφος