Αρθρογραφίανέαπρωτοσέλιδο Γ

Έστησε αυτί, να ακούσει κάθε σκέψη…

Έξω έβρεχε πολύ. Ο αέρας έσκουζε απ την καμινάδα κι ερχόταν ριπές ριπές να αναδεύει τη στάχτη που χε ξαπλώσει αναπαυτικά πάνω στα κουτσούρια που σιγόκαιγαν στο τζάκι. Ένα μαξιλάρι στο πάτωμα και μια κούπα τσάι έδιναν μια φιλικότητα στα άγρια βογγητά της φύσης έξω, ένα αίσθημα ασφάλειας. Η τηλεόραση παρείχε το απαραίτητο φως και τίποτα άλλο. Ένα ηχείο μοναχό έπαιζε Cohen, στίχοι γραμμένοι για βροχή, για νύχτες σαν κι αυτή. Έκατσε στο μαξιλάρι με την πλάτη στον τοίχο, δίνοντας στο σώμα της μια ελαφριά κλίση για ν’ ακουμπήσει τον αγκώνα στο κάτω μέρος του
τζακιού. Λύγισε τα γόνατα και άφησε το ένα να πέσει ως το πάτωμα σχεδόν, αφήνοντας το άλλο να αψηφά τη βαρύτητα.

Περασμένη ώρα πάλι. Η ώρα που το μυαλό ή έχει φτάσει σε πλήρη ακινησία και δε θυμάται ούτε τι έφαγες το μεσημέρι, ή αντίθετα μερικές φορές σαν να προκαλεί την ίδια τη φύση και τους περιορισμούς της, να δουλεύει σαν να μην υπάρχει αύριο. Σαν να φοβάται πως αν σταματήσει για ένα λεπτό, όλες οι σκέψεις που πεταρίζουν μέσα θα χαθούν για πάντα. Το δικό της έμοιαζε σαν να ‘χαν έρθει επίσκεψη οι σκέψεις όλες και μαζί κι οι συγγενείς τους και επικρατούσε το αδιαχώρητο. Πώς μπορεί ένα μυαλό να χωράει τόσο κόσμο ταυτόχρονα σκέφτηκε και σχεδόν γέλασε φωναχτά με τη σκέψη της. Αστείο να δίνεις ανθρώπινη υπόσταση στα γεννήματα του μυαλού σου, μα αν το καλοσκεφτείς γιατί όχι; σε συντροφεύουν σίγουρα. Ιδιότητα ανθρώπινη. Πόσες φορές μάλιστα δεν δίνουμε φωνή στις σκέψεις μας; τη φωνή του πατέρα, της μάνας, του φίλου, του συντρόφου; φορές φορές, ακόμα και τη δική μου ξανασκέφτηκε κι αυτή τη φορά σίγουρα χαμογέλασε. Έστησε αυτί σαν να προσπαθούσε να ακούσει την κάθε σκέψη. Κινήθηκε λίγο απ τη θέση της κι άπλωσε τα πόδια ίσια μπροστά να ξεμουδιάσουν. Αυτά σίγουρα ένοιωθαν την ανάγκη να ακολουθήσουν πιστά τον κύκλο της φύσης: να ξεκουράζονται και να δουλεύουν. Αναλογίστηκε την περασμένη ώρα όταν ένοιωσε τα μάτια της να απαιτούν τη φροντίδα των χεριών της: σήκωσε λοιπόν το χέρι της και αφήνοντας ένα χασμουρητό να δραπετεύσει, έτριψε το πιο απαιτητικό απ τα δυο μάτια. Ώρα για ύπνο σκέφτηκε μα ο νους της είχε άλλες ιδέες. Ήθελε να βάλει μια τάξη πριν κατεβάσει ρολά, σαν την ψυχαναγκαστική νοικοκυρά που δεν πάει για ύπνο αν και το τελευταίο κουταλάκι δεν έχει μπει στη θέση του πριν ξαπλώσει στο καλοστρωμένο κρεββάτι της. Άρχισε να ανοίγει νοερά τα συρταράκια του μυαλού
της και να προσπαθεί σπασμωδικά να σπρώξει μέσα ανάκατες τις σκέψεις αφού καμιά δεν ήταν συνεργάσιμη απόψε. Όλες μαζί έκαναν φασαρία και σαν να παίζανε μουσικές καρέκλες η μια προσπαθούσε να κλέψει τη θέση της άλλης. Μπορεί να ταν κι ο αέρας που τις έκανε νευρικές.
Απογοητεύτηκε. Αλήθεια πόσο άτακτες κι ανυπάκουες κόρες. Τιμωρία είναι το μόνο που σας αξίζει απόψε αποφάσισε. Και τις τιμώρησε. Καμιά δεν αγκάλιασε απόψε. Έσβησε τα φώτα κι όλες μαζί έτρεξαν πανικόβλητες να βρουν μια θέση να κουρνιάσουν ως το ξημέρωμα.
Καληνύχτα.

Μοιραστείτε την είδηση

Έφη Ανδρουλάκη

Αρθρογράφος