Η «Φαρμακόγλωσση»
Μικρόσωμη, μπασμένη κι αεικίνητη με ένα πρόσωπο που δεν έφεγγε ποτέ ήλιος, δεν ήταν ποτέ υποψήφια για καλή νεράιδα των παιδικών μας χρόνων. Εγώ, ως η μεγαλύτερη της τετράδας που γυρνούσε ντάλα μεσημέρι στα σοκάκια του χωριού τα καλοκαίρια με τον ήλιο να σου λιώνει τα κόκαλα,
πάντα απέφευγα να βρεθώ στο διάβα της γιατί δεν είχε ποτέ καλή κουβέντα να πει. ” Πάλι γυρίζετε αφορεσμένα “, ήταν ότι πιο γλυκό άκουσα απ’ το στόμα της, με την απειλή: ” Θα τα πω όλα του καλόστολου του πατέρα σου ήντα διαόλοι είστε, δεν ντρέπεστε να πετάτε πέτρες στο δώμα” να μας ακολουθεί απειλητικά ώσπου να χαθούμε απ’ το βλέμμα της.
Δε θυμάμαι πια καλά το πρόσωπο της, μα τη φωνή της, ψιλή και διαπεραστική την ακούω ακόμα στ’ αυτιά μου κι ας έχουν περάσει δεκαετίες.Και τα λόγια της.
Μου μείνανε για πάντα χαραγμένα στη μνήμη πες γιατί ήμασταν μικρά και το μυαλό σαν σφουγγάρι ρουφάει κάθε τι, πες γιατί θα ταν ναι δύσκολο να
βρεις περισσότερο φαρμακόγλωσση γυναίκα. Σαν θηλυκός Ηρώδης απεχθανόταν τα κουτσούβελα και δεν έχανε ευκαιρία να μας το δείξει.
Άτεκνη η ίδια, είχε μόνο τον άντρα της, το Στελιανάκη που ο λόγος του ήτανε Ευαγγέλιο για κείνη. Εργατική, δούλευε σκληρά στα χωράφια σαν
να χε να θρέψει στόματα πολλά κι ας ήταν μόνο οι δυό τους που μοιράζονταν το τσικάλι.
Όπου κι αν πήγαινες, πεταγότανε μπροστά σου σαν το τελώνη. Έμοιαζε να φυτρώνει απ’ το πουθενά όπου κι αν έστριβες και με τα ρούχα της πάντα μια απόχρωση του καφέ, ήταν σαν να τη γεννούσε το χώμα το ίδιο. Αγράμματη όπως και οι περισσότερες της εποχής της , είχε καλλιεργήσει την πονηριά του χωρικού ως αντιστάθμισμα στην έλλειψη παιδείας. Δεν αρκούσε βέβαια πάντοτε η κουτοπονηριά για να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις της αριθμητικής και κάπου κάπου σε συνδυασμό με την καχυποψία που είναι σχεδόν βέβαιο ταίρι της, έβγαινε χαμένη, όπως τότε που επέμενε στον πλανόδιο αγοραστή αγροτικών προϊόντων να της πληρώσει την κηρήθρα τέσσερις δραχμές και όχι πέντε που της έδινε αυτός γιατί ο Στελιανάκης της την είχε ορμηνέψει να μην δεχτεί λιγότερο από τέσσερις δραχμές.
Εγώ βέβαια το μεταφέρω όπως το άκουσα, αφού η ηλικία μου δεν μου επέτρεπε να είμαι αυτόπτης μάρτυρας. Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά που ξεχυνόμασταν στα στενά του μικρού χωριού να πούμε τα κάλαντα γεμάτοι αισιοδοξία για τις πιθανές αποδοχές μας σε λεφτά και γλυκά, πάντα αφήναμε τον ενθουσιασμό μας στο κατώφλι της και αντιμετωπίζαμε την επίσκεψη στο δικό της σπίτι οπλισμένοι με πρωτόγνωρη στωικότητα. Ξέραμε πως το ρεγάλο μας θα ταν μια ή δύο καραμέλες με γεύση ούζο ή κάτι παρόμοια απεχθές με φινίρισμα ναφθαλίνης αφού τις ξέθαβε ειδικά για την περίσταση από ένα νυφικό μπαούλο τίγκα στη ναφθαλίνη που χάριζε το έξτρα άρωμα στο κέρασμα μας. Για χαρτζιλίκι, ούτε ψύλλος στον κόρφο μας. Κάναμε λοιπόν το χρέος μας ως νέοι αγγελιοφόροι της ενσάρκωσης του Θεανθρώπου στην περίπτωση της αφιλοκερδώς, αφού η πενιχρή πληρωμή ήταν δώρο άδωρο.
Μεγάλωσα έχοντας την καταχωρημένη στα μαύρα φύλλα του νού μου, παρέα με άλλους ιδιόρρυθμους χαρακτήρες και δαίμονες των παιδικών μου χρόνων. Αν με ρωτούσε κάποιος να περιγράψω το χαρακτήρα της θα της χάριζα απλόχερα δύο ιδιότητες: τσιγκούνα και ιδιότροπη. Κι αν γινόμουν και λίγο κακή θα πρόσθετα και κακόγλωσση.
Χρόνια αργότερα, άκουσα μια ιστορία από ένα συγγενή μου που έκανε την καρδιά μου να μαλακώσει λίγο και να της δώσει άφεση για τα λόγια που μας
είχε ειπωμένα, άδικα πολλές φορές, κι ας μην μας είχε συγχωρέσει ποτέ καμιά απ’ τις παιδικές μας ατασθαλίες η ίδια. “Φαντάρος ήμουνα” μου πε, “μόλις είχα απολυθεί και κάθισα στο καφενείο, καλοκαίρι με μια ζέστη
που έκανε ακόμα και τα τζιτζίκια να λαχανιάζουν”.
” Ξαφνικά τη βλέπω να ρχετε” μου λέει, “από μια ανηφόρα, κουβαλώντας στον ώμο της ένα βαρύ διχαλωτό ξύλο”, απ’ αυτά που χρησιμοποιούσαν στα
χωριά τότε για υποστυλώσεις.
“Που πας θειά” τη ρώτησα και μου λέει: “Απ’ τους Μαυρολάκους -μια τοποθεσία που φάνταζε κάτι σαν την εξορία του Αδάμ στα παιδικά μας μυαλά αφού ήταν τόσο χαμηλά που ήλιος δεν έφτανε να τη φωτίσει – πήγα και το ‘φερα παιδί μου γιατί ο λυσσιασμένος επήγε και μου πέταξε όλους τσι στύλους”.
“Έλα θειά να σε κεράσω μια γκαζόζα” είπε ο θείος μου,
“Κι ήντα ναι η γκαζόζα παιδί μου” τον ρωτά με τη σειρά της.
“Ένα πιοτό που θα σ αρέσει ” απαντά αυτός και παραγγέλνει μια στον καφετζή που την έφερε στην καταϊδρωμένη ηλικιωμένη, κρύα και ιδρωμένη κι αυτή αλλά από την ψύξη. Παίρνοντας την στα χέρια της την ήπιε μονορούφι και σκουπίζοντας το στόμα της με την ανάποδη της παλάμης της, τα μάτια της γυάλιζαν σαν χάντρες απ’ τον ενθουσιασμό.
“Ετούτονε το καλύτερο πιοτό στον κόσμο παιδί μου, την ευφκή μου να χεις” του πε και χάρισε ίσως το μοναδικό χαμόγελο που είδε κανείς από κείνη στον ευεργέτη της και τη μοναδική ευχή που πέρασε τα στεγνά χείλη της. Φεύγοντας μονολογούσε σαν μαγεμένη: ” όφου, όφου, κι ήντα πιοτό είναι
τοτονέ, νέχταρ ήτονε”, ώσπου χάθηκε μέσα στον πάσπαλο που σήκωνε το κλαδί που έσερνε μες στη κάψα του καλοκαιριού. Σαν μικρό παιδί ήτανε, μου είπε τελειώνοντας τη διήγηση του. Δεν είδα ποτέ άνθρωπο τόσο συνεπαρμένο με κάτι τόσο λίγο. Και εγώ σκέφτηκα πως τελικά όλοι οι άνθρωποι έχουν τον τρόπο τους.
Ακόμα κι οι πιο φαρμακεροί..