Η παντρειά… (Α’ μέρος)*
Παραμονές Δεκαπενταύγουστου κι ο Στελιανός, βρέθηκε να ναι ακόμα ανύπαντρος. Γαμπρός ήτανε απ τους λίγους αν κι ήτανε λιγάκι “μεστωμένος” αφού κόντευε πια τα σαράντα.
Απόψε πάλι θα βγαινε μια κι ήτανε καλεσμένος σ’ ένα γάμο μεγάλο στην κοντινή κωμόπολη.
Ντύθηκε, στολίστηκε και καβάλησε το αγροτικό αυτοκίνητο που είχε, κάτι που ελάχιστοι διέθεταν την εποχή εκείνη όταν ακόμα και οι πιο επιφανείς είχαν το πολύ ένα μουλάρι για όχημα.
Μα ο Στελιανός δεν ήτανε όποιος κι όποιος. Ήτανε μοναχογιός και κανακάρης με δυο αδερφές παντρεμένες και ξεπρουκισμένες και περιουσία τρανταχτή. Οχτώ χιλιάδες οκάδες λάδι έμπαιναν κάθε χρόνο στο μαγατζέ, χώρια τ’ άλλα εισοδήματα απ’ τ’ αμύγδαλα, τα χαρούπια και τα κρασιά.
Χωράφια σπαρτά και πλαγιές που βόσκανε τα πρόβατα τους είχε δόξα τω Θεώ πολλά και σαν να μην έφταναν όλα τ άλλα του κάλλη, ήτανε κι ομορφοσκαρωμένος. Ψηλός πολύ δεν ήτανε, μα ήτανε ομορφάντρας και μερακλής κι έκανε πολλές ξεπεταρούδες να αναστενάζουνε στο πέρασμα του και να ονειρεύονται πως θα ναι στο πλευρό του.
Μα εκείνος δεν ήθελε καμιά. Καμιά δεν έκανε την καρδιά του να χτυπήσει, καμιά δεν άναψε τα αίματα του αρκετά να τον κλέψει απ την εργένικη ζωή που είχε ερωτευτεί.
“Πότε θα παντρευτείς κοπέλι μου” του λεγε με παράπονο η μάνα του, “πότε μωρές θα δω εγγόνι απού σένα; ετσά θα γυρίζεις μια ζωή;” . Κι όλο του λέγε για τη μια νύφη και για την άλλη, όλες διαλεχτές μια μια κι όλες με καλή περιουσία.
” Όποια θέλει ας πάρει το κοπέλι, έλεγε ο πατέρας του, δε με νοιάζει αν δεν έχει μουδέ βράκα να βάλει. Μόνο να μην είναι καμιά πεσκέσα, μην είναι άσκημη”.
“Ευκή και κατάρα σου δίνω γιε μου, άσκημη γυναίκα μην πάρεις. Θέλω να πάρεις μια να ναι όμορφη, να τη θωρούνε όλοι και να λένε, να μωρέ του Νικολή ο γιος μιαν όμορφη γυναίκα που χει “.
” Εμένα ο γιος μου δε θα πάρει κιαμιά ξεβράκωτη” αντιλογούσε η μάνα του, θα πάρει μια με στάμενη περιουσία, μια να ναι άξια του !”
Η φασαρία αυτή δεν έγινε μια και δύο. Μα μια απ τις πολλές, ο πατέρας του Στελιανού που ήτανε ακόμα γερός και χεροδύναμος, μα κούτσαινε γιατί τα γόνατα του τον είχανε προδώσει νωρίς, έχασε την υπομονή του με την επιμονή της συμβίας του και όπως εκαθότανε στο κεφαλόσκαλο της πέτρινης σκάλας που οδηγούσε στο διώροφο σπίτι τους με την κατσούνα ανάμεσα στα πόδια του, την εσήκωσε και την κατέβασε με δύναμη μια δύο φορές στα πισινά της.
Αυτό την έκανε να σωπάσει προς στιγμής, μα δεν την έκανε να εγκαταλείψει τα όνειρα της για μια πλούσια νύφη για τον κανακάρη της.
Συνέχισε απτόητη να δολοπλοκεί και να σκαρώνει “τυχαίες” συναντήσεις με τις εκλεκτές της καρδιάς της , ως και προξενιά χωρίς να ρωτήξει ούτε πατέρα ούτε γιό.
Ο Στελιανός όμως δεν εχαμπάριαζε. Μαθημένος στην καλή ζωή, έκανε παρέες, εγύριζε στα γλέντια και στα πανηγύρια και μια δυό φορές μάλιστα έκαμε και μέρες να γυρίσει, κάνοντας τους γονιούς του να τόνε ψάχνουνε κουζουλαμένοι. Καημό δεν είχε για νύφη και παντρειές.
Έβλεπε που και που καμιά που τον έκανε να κρυφογελά και να χαϊδεύει με τρόπο το μουστακάκι του, μα ήτανε μεγαλωμένος μ’ αρχές και ποτέ δεν επείραξε κοπελιά. Ο πατέρας του από μικρό τον ορμήνευε αυστηρά και το χε απαράβατη αρχή: “φάε, πιές , γλέντησε όσο θέλεις, μα κοπελιές να μην ” πειράζεις και πιο πολύ φτωχές κοπελιές. Ανέ θέλεις να παντρευτείς, πες μου το και διάλεξε όποια θες. Μα μην ακούσω πως επείραξες καμιά. Θα σε δώσω του διαόλου να σε φάει”, ήτανε η γραμμή που του έδωκε από μικρό.
Μ’ αυτά και μ αυτά, εξεκίνησε να πάει στο γάμο χωρίς να χει ιδέα πως θα ταν και ο τελευταίος που πήγαινε εργένης.
Μεγάλος γάμος ήτανε, παντρευότανε ο αρχιαγροφύλακας, κι όλα τα γύρω χωριά ήτανε καλεσμένοι. Γλέντι τρικούβερτο είχανε στημένο απ’ την παραμονή του γάμου και σήμερα τη μέρα της στέψης, ήτανε φουντωμένο για τα καλά.
Έκατσε μ’ ένα γνωστό του ο Στελιανός και ήπιε δυο τρεις ρακές. Εκοίταξε γύρω γύρω τις κοπελιές που είχανε μαζευτεί παρέες παρέες και σουσουρίζανε μα δεν ίδρωσε τ αυτί του. Μονάχα στην παπαδιά απ το Προδρόμι στάθηκε το βλέμμα του λίγο παραπάνω απ’ όσο
έπρεπε, όχι γιατί του πέρασε πονηρή σκέψη απ το νου, μα για να τη θαυμάσει.
“Μια γυναίκα όμορφη, σαν και την παπαδιά θέλω και εγώ”, σκέφτηκε για την καλλονή που όλοι είχαν να το λένε για την ομορφιά της και ξαναγύρισε την προσοχή του στο τραπέζι.
“Έλα να σε παντρέψουμε απ τα μέρη μας του ‘πε ένας απ την παρέα που εκαθότανε παραδίπλα, μα εμείς έχουμε όμορφες κοπελιές ” εσυνέχισε, αλλά ο Στελιανός δεν τον άκουγε.
Εκείνη την ώρα είχανε μπει δύο κοπελιές στην αυλή, η μια φανερά παντρεμένη αφού η μέση της είχε αρχίσει να δείχνει σημάδια πως ο γάμος δεν ήτανε άκαρπος κι άλλη μ’ ένα κόκκινο φουστάνι, ίσα που χε αρχίσει ν’ ανθίζει.
” Αυτή, αυτήν θέλω για γυναίκα μου” πέρασε σαν αστραπή απ το μυαλό του και τα έκαψε όλα ο κεραυνοβόλος έρωτας.
” Ποιά είναι η κοπελιά μπάρμπα Αντρέα ” , ρώτησε ο Στελιανός με την ανάσα του να κινδυνεύει να πάρει φωτιά απ τις ρακές και τις σπίθες που άναψε η ομορφονιά.
” Μια φτωχαδοπούλα είναι ανηψιέ, με δυό αδερφές παντρεμένες επαέ στην Παλιόχωρα και το φουστάνι απού φορεί, δανεικό. Γύρευε τη δουλειά σου,” ήρθε η πρώτη ψυχρολουσία απ’ τον συμπότη και συγγενή του να συννεφιάσει το φεγγαρόλουστο αυγουστιάκο κόσμο του Στελιανού.
Μα τα μάθια του Στελιανού δε λέγανε να γυρεύουνε τη δουλειά τους. Όλο γυρνάγανε και κολλούσανε σαν μαγεμένα στη λεπτή μέση της, ανεβαίνανε στον άσπρο λαιμό της και ερχόταν κι εκαθότανε στα μαύρα μαλλιά της.
Τα μάθια του είδε ένας απ την παρέα που τον είχε πλευρίσει νωρίτερα κι εκατάλαβε πως θα φάει πιλάφι πάλι γρήγορα.
“Σ αρέσει η κοπελιά ε;” τον ερώτηξε σιγανά να μην τον ακούσει ο αδερφός της μάνας του “γαμπρού”. “Ανέ θέλεις πες μου και θα κάμω σήμερα κιόλας το προξενιό. Σε δυό μέρες θανε χει φύγει για το νησάκι από όπου ‘ναι και δεν θα κάνουμε πράμα ” συνέχισε ο προξενητής, βλέποντας πως αυτή τη φορά όχι μόνο είχε την προσοχή του, μα τον είχε ολόκληρο
συνεπαρμένο. “Ναι, είπε ο Στελιανός. Θέλω.”
“Ε τότεσας να το μιλήσω απόψε κιόλας” , είπε ο προξενητής και σηκώθηκε κατευθυνόμενος προς τα τραπέζια απέναντι όπου καθότανε το συγγενολόι της καρδιοκλέφτρας. Ο Στελιανός ήπιε μια δυο κούπες κρασί ακόμα, μα ανόρεχτα πια γιατί εμπήκανε άλλοι καημοί να τόνε σέρνουνε απ την ξεφάντωση. Ήθελε τη νύφη, μα εφοβότανε την αντίδραση της μάνας του.
Ο πατέρας του δεν θα λεγε όχι. Μα η μάνα του δε θα το κατάπινε εύκολα. Ανάστα ο Θεός θα γινότανε στο σπίτι όταν θα το μάθαινε πως ο κανακαρης της επαντρεύτηκε όχι μόνο φτωχιά, μα και ξενοχωρίτισσα και μάλιστα απ’ το πιο καταφρονεμένο νησί της χώρας.
“Εγώ αυτήνε θέλω”, επείσμωσε μέσα του ο αντρισμός του Στελιανού “και στο διάολο να πάει για περιουσίες που θέλει η κουζουλόγρια. Εγώ αυτή θα πάρω για γυναίκα μου” αποφάσισε χωρίς επιστροφή ο Στελιανός.
“Εμιλήσαμε με τον πατέρα τζη και όλα είναι κανονισμένα, είπε ο Αντρέας γυρίζοντας στη θέση του κοντά στον υποψήφιο. Μόνο να γαείρεις σε δυο μέρες απο σήμερο να βαστάς και ένα δαχτυλίδι να γενεί ο αρραβώνας ” .
Μ’ αυτά τα λόγια εσήκωσε το γαμπρό απ τη θέση του και πήγανε να κάτσουν κοντά στο συμπεθεριό, να γνωρίσει ο Στελιανός τη μέλλουσα γυναίκα του και το πιο σημαντικό για κείνον, να δει από κοντά το αντικείμενο του πόθου του. ” Ντροπαλή ήτονε και δεν εγύριζε να με κοιτάξει”, μου πε ο ίδιος ο Στελιανός που μου διηγήθηκε την ιστορία της παντρειάς του ένα μεσημέρι που βρεθήκαμε να μιλάμε μπροστά σε ένα σωρό μπάζια που περίμεναν να φορτωθούν.
“Και εγώ έκανα πως άκουγα τον πατέρα τζη και έγνεφα την κεφαλή μου που και που μα από μέσα μου επαρακαλούσα το Θεό να σηκωθεί να τη δω καλύτερα ” μου πε και κρυφογέλασε πονηρά.
“Δεκαεφτά χρονώ κοπελίτσα ήτονε και σαν το μπουμπούκι. Ομορφότερη κοπελιά μου φάνηκε πως δεν είχα ξαναδεί”, είπε και κατάλαβα πως ακόμα και τώρα στα ογδονταπέντε του, ακόμα ερωτευμένος ήτονε.
“Την άλλη μέρα απού εγάηρα, έκατσα να φάμε το μεσημέρι στο σπίτι μας. Χταπόδι είχε ψημένο η μάνα μου γιατί ήτανε ακόμα Σαρακοστή μα εγώ δεν επείνουνα.
Εσκεφτόμουνε πως να τους το πω πως είχα σκοπό ν’ αρραβωνιαστώ την άλλη μέρα κιόλας και είχε κολλήσει το στομάχι μου” .
Σηκώθηκε λίγο απ την πέτρα που καθόμασταν και οι δυο και άπλωσε τα χέρια του σαν να προσπαθούσε να διώξει το άγχος του ξανά μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια.
*συνεχίζεται…