Η παντρειά… (Β’ μέρος)*

” Εβρήκα αυτή που θα παντρευτώ, είπα και εγύρισανε κι οι δύο τα μάθια τωνε απ το πιάτο με το χταπόδι, στο ταβάνι.
Έκατσα και των είπα πως και τι και εξαλάφρωσα”.
” Κάμε ότι θες γιέ μου, μόνο πεσκέσα να μην είναι, να τη θωρώ και να διαολίζομαι, του πε ο γέρος. Θέλω να ναι όμορφη να χαίρουνται τα μάθια μου”. Στο άκουσμα της είδησης και παίρνοντας φωθιά απ τα λόγια του άντρα της , έγινε το έλα να δεις απ τη μάνα του. Κατάρες και κλάματα, σουρομαδιότανε η μάνα του. ” Ο διάολος να το πάρει ότι πόδα πατήσει στο σπίτι μου ” , εδήλωσε η μέλλουσα πεθερά αμετάκλητα.
Έγινε καυγάς μεγάλος. Οι γονιοί του εκοντέψανε να σφαχτούνε αφού και ο ένας και ο άλλος ήταν ανένδοτοι στη συγκατάθεση τους. Δεν ήξερε τι να κάνει ο Στελιανός. Σηκώθηκε απ το τραπέζι και έφυγε προς το πλάι που βόσκανε τα πρόβατα μαζί με καμιά τριανταριά κριάρια “δαγκαμένα”, ευνουχισμένα δηλαδή, που φρόντιζε να χει κάθε χρόνο για την περίπτωση που η πολυπόθητη νύφη βρισκότανε. Έκατσε κάτω απ’ το σκιανιό ενός μεγάλου πλάτανου και σκεφτότανε τι να κάμει. Ήθελε την κοπελιά. Μα έβλεπε πως άνοιξε διχόνοια μεγάλη στο σπίτι του και δίσταζε να ναι η αιτία για καθημερινούς καυγάδες.
Κουρασμένος όπως ήτανε απ’ το ξενύχτι του γάμου και τις σκέψεις που τριβελίζανε το νου του, δεν άργησε να τον πάρει ο ύπνος μέσα στη λαύρα του Αυγούστου. Πετάχτηκε ολόρθος όταν ένα μιαρό, σαύρα ή χειρότερα σύρθηκε κοντά στο ξαπλωμένο κορμί του.
Θυμήθηκε πως τόνε περιμέναν την επόμενη να πάει το δαχτυλίδι της νύφης και ένοιωσε τον ιδρώτα να κάνει αυλάκια και να ποτίζει το κορμί του που έκαιγε μέσα στο καταμεσήμερο.
Αποφασιστικά δρασκέλισε ως την άκρη του χωριού όπου υπήρχε και το μοναδικό τηλέφωνο και με χέρια που τρέμανε σχημάτισε τον αριθμό του ήθελε στο καντράν. Ζήτησε να μιλήσει στον προξενητή. Εντρεπότανε γι’αυτό που θα του λέγε, μα ένοιωθε το βάρος της απόφασης του να κρέμεται μαύρο σύννεφο πάνω απ’ το σπίτι του.
Του εξήγησε πως είχανε τα πράγματα και περίμενε ν’ ακούσει τι θα λέγε κι αυτός.
” Δε γίνεται να πάεις πίσω στο λόγο σου εδά”, του πε χωρίς περιστροφές ο άλλος.
“Έλα ν’ αρραβωνιαστείς όπως είναι συφωνημένα και περίμενε καμιά δεκαρέ μέρες. Ύστερα θα βρούμε καμιά δικαιολογία να χαλάσει ο αρραβώνας “, συνέχισε ο προξενητής.
Γύρισε στο σπίτι του και έκατσε στο αυλιδάκι κάτω από μια μουρνιά πιο ήρεμος τώρα αφού είχε βρεί μια λύση στο δίλλημα του χωρίς να χάσει την αξιοπρέπεια του. Ένοιωθε όμως την καρδιά του βαριά γι’αυτό που πήγαινε να κάμει. Ο έρωτας τον είχε αγκιστρώσει γερά και την κοπελιά δεν ήθελε να την αφήσει. Αναστέναξε και περίμενε να περάσει η νύχτα. Την άλλη μέρα απόγεμα ξεκίνησε για τον προορισμό του χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν.
Έφτασε σουρουπωμένα και πήγε κατευθείαν στο σπίτι τ’ Αντρέα του προξενητή. Μαζί κατευθύνθηκαν για το σπίτι της αδερφής της νύφης που ήτανε παντρεμένη στο κεφαλοχώρι. Όλοι ήτανε μαζωμένοι στον οντά και τους περίμεναν. Εμπήκε μέσα και τα μάθια του αστράψανε μόλις είδανε την καλή του να κάθεται σεμνή και χαμηλοβλεπούσα ανάμεσα στη μάνα της και το γαμπρό της. Έβαλε το χέρι του μέσα στο σακάκι που χε ραμμένο στη χώρα λίγο καιρό πριν και ψαχουλεύοντας στο τσεπάκι βρήκε το κουτάκι με το δαχτυλίδι που χε αγορασμένο χρόνια πριν για την περίσταση αφού βέβαια χρυσοχοΐα δεν υπήρχανε στο χωριό του, μουδέ στα γύρω χωριά για να αγοράσει οπότε ήθελε. Τα πόδια του ακολουθήσανε το βλέμμα του και πιάνοντας το χέρι της, το αριστερό της χέρι, έβαλε χωρίς να διστάσει το σημάδι πως ήτανε πια δική του. Γύρισε κι έκατσε σ’ ένα καναπεδάκι απέναντι απ’ την κοπελιά. Οι άλλοι τρώγανε και πίνανε και ευχότανε καλορίζικα αφού το προξενιό ήτανε πια τελειωμένο.
Ο Στελιανός εδεχότανε τα καλορίζικα μα άλλη ήτανε η ευχή του. Ήθελε να δει τη νύφη του καλά αφού ως τώρα δεν είχε την ευκαιρία να τη δει χωρίς να ναι περιτριγυρισμένος από κόσμο πολύ. Μουδέ κουβέντα δεν είχε ανταλλάξει ακόμα μαζί της. Ο Θεός άκουσε την προσευχή του και ήρθε να τόνε συνδράμει. ” Σήκω Αγγελικώ να κεράσεις τα καλορίζικα” είπε η μάνα τση νύφης και τα μάθια του Στελιανού εσταθήκανε στις μύτες των νυχιών του. Ηλεκτρικό ρεύμα τον εχτύπησε σαν είδε από κοντά τη λυγερόκορμη κοπελιά κι ένοιωσε τη μυρωδιά τση να τον τυλίγει όπως πέρασε από μπρος του. Σκοτείνιασε ο νους του. Πώς να αφήσει τη γυναίκα των ονείρων του να φύγει χωρίς να την ακουμπήσει δεν εκάτεχε. Επόνεσε κι ένοιωσε πως για πρώτη φορά εχθρότητα για την ίδια τη μάνα που τόνε γέννησε. Όταν μάλιστα ο προξενητής νοιώθοντας τον καημό του εσηκώθηκε για να δώσει την ευκαιρία στο ζευγάρι να κάτσει μαζί, ο Στελιανός ερίγησε. Έρωτας ήτανε αυτός.
Εγύρισε πίσω στο χωριό του την άλλη μέρα, ανήμερα Δεκαπενταυγούστου. Οι δικοί του ήτανε αναστατωμένοι, τόνε ψάχνανε πάλι αφού κανείς δεν ήξερε που ήτανε παωμένος. Κατέβηκε απ τ’ αμάξι και κατευθύνθηκε στην πλατεία που καθότανε πάνω από τριάντα νοματαίοι απολούτρουγα.
” Καλώς το γαμπρό, εφώναξε ο Μιχάλης του καφετζή, που ναι μωρέ η νύφη σου”, του πε κι ο Στελιανός εκοκάλωσε. Ένας συγγενής του συγχωριανού του που ήτανε κι αυτός στην αρραβώνιαση είχε προλάβει τα μαντάτα για τον αρραβώνα.
Ο Μιχάλης δεν εσταμάτησε μόνο στην ανακοίνωση, παρά πιάνοντας ένα τσιφτέ που χε στο μαγαζί, τόνε σήκωσε κι έπαιξε πεντέξι μπαλοθιές για το καλό.
” Πάμε να κάμουμε τα καλορίζικα τση Νικολάκαινας και να μας εκεράσει εσυνέχισε ο Μιχάλης παρασύροντας μαζί του και όλους τους άλλους που εκαθότανε στην πλατεία. Στο σπίτι του ήταν αναστατωμένοι ήδη γιατί είχαν να τον δουν από την προηγούμενη μέρα και κανένας δεν ήξερε που είχε πάει και η ξαφνική εμφάνιση όλου του χωριού στην πόρτα τους δεν έκανε τίποτα να τους καθησυχάσει. Ανάσαναν λοιπόν όταν είδαν ανάμεσα στους χωριανούς και τη γελαστή φάτσα του Στελιανού τους. Η μάνα του άσπρισε όταν κατάλαβε το λόγο της μάζωξης, μα ο γερο- Νικολής ετσιμογέλασε και πλησιάζοντας το γιο του , του πε στ’ αυτί: “μπράβο σου κοπέλι μου, εδά εγίνηκες άντρας, μόνο να ναι η κοπελιά όπως σ’ ορμήνεψα !!”
Εκερνούσε ρακή και καρυδόμελο η Νικολάκαινα που χε εντωμεταξύ ανακτήσει την ψυχραιμία της και παρίστανε πως ήτανε όλα όπως έπρεπε.
” Γιάε την τρισκαταράτη είπε από μέσα του ο Στελιανός, κάνει πως εχάρηκε κιόλας, κι όντε φύγουν ούλοι θα μας εκάνει το κολάι μας με το γέρο” .
Ένοιωσε άσχημα που εσκέφτηκε έτσι για την ίδια του τη μάνα, μα δεν είχε άδικο για τη συνέχεια.
” Μεζέ θέλουμε Στελιανάκη, του φωνάζανε οι παρευρισκόμενοι, καλά είναι τα καρύδια, μα η παντρειά θέλει μεζέ! “.
Έστειλε λοιπόν ο Στελιανός δύο ακροσυγγενείς του να πανε να φερουνε μια προβατίνα και δυό τρείς μεγαλωπούς κριγιούς (κριάρια) να τα σφάξουνε.
Τα φέρανε νυχτωμένα και όπως δεν υπήρχε ηλεκτρικό την εποχή εκείνη, ήτανε δύσκολο με τους λύχνους να κάμουνε δουλειά.
“Ας τση μωρέ Στελιανέ και εγώ θα στη ξαναμαζώξω επαέ αύριο να τα φάμε”, του φώναξε ο καφετζής που χε κάνει τη ζημιά. Εφύγανε λοιπόν σιγά σιγά ούλοι και εμείνανε οι τρεις τωνε.
Τα μούτρα της μάνας του ήτανε ζωγραφιά μοναχή. Δε χρειαζότανε να τη ρωτήξει κανείς τι γνώμη είχε για την παντρειά. Σαν τη φαρμακωμένη δεν έβγαλε άχνα, παρά γύρισε την πλάτη τση και πήγε στο κρεβάτι. Ούτε να συγχαρεί το κοπέλι τση, ούτε καλορίζικο να του ευχηθεί.
Μέσα σε δέκα μέρες ο Στελιανός επαντρεύτηκε την καλή του κι έκαμε γάμο τρικούβερτο. Ο γερω- Νικολιός εγελούσανε και τ’ αυτιά του σαν είδε τη νύφη. “Χαλάλι σου μωρέ τα ξινόμουτρα τση λυσσιασμένης τση μάνας σου απού θωρώ κάθε μέρα, του πε οταν ετέλειωσε η στέψη. Έκαμες νύφη ως έπρεπε” εσυμπλήρωσε και έβγαλε τον τσιφτέ για να σφραγίσει τα λόγια του.
Πρωινές ώρες σχόλασε ο γάμος και αρχίσανε τα βάσανα του Στελιανού.
Έκατσε βέβαια σε χωριστό σπίτι με τη γυναίκα του, μα η μάνα του γνώμη για τη νύφη δεν άλλαξε. Αν όχι τιποτ’ άλλο, θα νόμιζε κανείς τώρα που ήτανε πια τελειωμένο πως θα μαλάκωνε με τον καιρό. Κι όμως. Πίσω είχε η αχλάδα την ορά, όπως μου πε ο πρωταγωνιστής. Ο καιρός περνούσε και παίδιωσε και πρόκοψε το ζευγάρι. Μα η γριά Νικολάκαινα ποτέ δε σκιάνιασε το κατώφλι της νύφης. Τα παιδιά πηγαίνανε που κει που να τη δούνε μα ως εκεί. Ο γέρω Νικολάκης ήτανε πια ανήμπορος. Και μια μέρα που ο Στελιανός έλειπε βρήκε την ευκαιρία η Νικολάκαινα να πάρει την εκδίκησή της για την παντρειά του γιου της. Ξέροντας πως αυτός θα λείπει απ το χωριό, φρόντισε με τη βοήθεια μιανής απ τις αδερφές του να πάρει το γέρο στα Χανιά σ’ ένα συμβολαιογράφο και να τον βάλει να υπογράψει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στο όνομα τους. Έτσι εκδικήθηκε το γιο της για την επιλογή του όλα αυτά τα χρόνια πριν για την “ξεβράκωτη” όπως την έσουρνε. Κέρδισε; Όχι. Γιατί όταν τον ρώτησα, σαρανταεννιά χρόνια μετά την παντρειά του, αν ήτανε ευτυχισμένος, αν πέρασε καλά η απάντηση του μ’ αποστόμωσε. Είμαι σίγουρη πως αν τον άκουγε και η συχωρεμένη πια προ πολλού μάνα του θα ντρεπότανε στην καλύτερη ή θα άφριζε στη χειρότερη.
” Αγαπώ τα παιδιά μου και έκαμα τα πάντα για αυτά, μου πε και το πρόσωπο του έμοιαζε πιο ζωντανό από ποτέ. Μα πάνω κι απ τα παιδιά μου αγαπώ τη γυναίκα μου, όσο παράξενο και να σου φανεί “. Εκείνα τα λόγια με κάνανε να καταλάβω πολλά και ίσως γιατί η δική μου παντρειά όπως και τόσες άλλες δεν καταφέρανε να αντισταθούνε στη φθορά του χρόνου. Του εύχομαι ολόψυχα λοιπόν για την παντρειά του όλα αυτά τα χρόνια μετά, να ναι
μακροζώητη για χρόνια ακόμα. Μα κι όταν ο αναπόφευκτος χωρισμός έρθει, να ναι ο πρώτος που θα φύγει.
Κράτησα την ιστορία όσο πιο αυθεντική μπορούσα χρησιμοποιώντας την αυθεντική διάλεκτο του Στελιανού.
Το μόνο που άλλαξα είναι τα ονόματα γιατί δεν πήρα την άδεια του να σας τη διηγηθώ με τη σειρά μου.