Ο Μανωλάκης ο φωτογράφος και το ρετούς στις νύφες | ανέκδοτη ιστορία
Γράφει ο Αντώνης Σχετάκης:
Ο Κυρ Μανωλάκης, ήταν ο φωτογράφος του χωριού αλλά ταυτόχρονα ασκούσε και άλλα επαγγέλματα.
Όλοι κι όλες στο χωριό είχαν περάσει από το φωτογραφικό του εργαστήριο, ένα φωτεινό δωμάτιο του σπιτιού του.
Άλλος για να ποζάρει για φωτογραφίες του γάμου του ή τις εβδομαδιαίες ατομικές φωτογραφίες του, τις οποίες ο μαιτρ μεγέθυνε και κορνίζωνε με μαεστρία, κάνοντας το μοντέλο να νοιώθει τουλάχιστον σαν την Λάνα Τάρνερ ή τον Ροδόλφο Βαλεντίνο και άλλος για ένα σωρό λεπτεπίλεπτες εργασίες ειδικότητας του πολύξερου και εφευρετικού Μανωλάκη.
Φωτογραφικές εργασίες του, πορτρέτα σε μεγάλο μέγεθος, κοσμούσαν τους τοίχους, μαζί με πόστερ του Τζον Γουέην, της Μέριλυν Μονρόε και την φωτογραφία του Βενιζέλου.
Εμφανισμένα φιλμ κρεμόντουσαν από μανταλάκια, στιγμιαίες φωτογραφίες στέγνωναν κοντά στο παράθυρο και μια ανοικτή ομπρέλα βαμμένη με ασημομπογιά στο εσωτερικό της χρησίμευε για διάχυση του φωτός που εξέπεμπε ένας αυτοσχέδιος προβολέας.
Τα χρόνια της φτώχειας, οι μαμάδες έφερναν στο φωτογραφείο τα λιγνά τέκνα τους και ο Μανωλάκης με το ταλέντο του στο ρετουσάρισμα, κατάφερνε να εξαφανίζει τα βαθουλωμένα μάγουλα, να γεμίζει τα κοκαλιάρικα πόδια, που ξεπρόβαλαν σαν οδοντογλυφίδες από τα κοντά παντελονάκια ή τα τσίτινα φουστανάκια των κοριτσιών, να μεταμορφώνει σαν μάγος τα λυμφατικά μωρά σε στρουμπουλά αγγελούδια.
Οι μεγαλοκοπέλες πήγαιναν για την φωτογραφία που θα έστελναν στην μακρινή Αμερική, στον υποψήφιο δι΄ αλληλογραφίας γαμπρό και ο Μανωλάκης με την μαεστρία του, το καλοξυσμένο μαύρο μολυβάκι του και το ξυραφάκι του, εξαφάνιζε τις ρυτίδες, τις ελιές, τις γωνίες, το πανωμούστακο, μεταβάλλοντας την σταφιδιασμένη υποψήφια νύφη σε προϊόν πόθου για τον υπερατλαντικό γαμπρό ο οποίος έβαζε το στεφάνι και…ουδέν λάθος αναγνωρίζεται μετά την φωτογράφηση.
Τοποθετούσε το…μοντέλο στον πάγκο μπροστά από το ντεκόρ, δυο φοίνικες δεξιά και αριστερά και γαλάζια θάλασσα στο βάθος και…έπλαθε με τα χέρια του την πόζα, ιδιαίτερα την πόζα γυναικών.
– Έξω το στήθος, μέσα τον πισινό, το ένα πόδι πάνω στο άλλο, οδηγούσε με τα χέρια την κόρη, ασκώντας τις χειροπρακτικές ικανότητες του με τρόπο που, σήμερα θα ονομαζόταν σεξουαλική παρενόχληση και που όχι λίγες φορές έφερναν σε έκσταση την…μοντέλα.
– Όχι έτσι παιδί μου, έλεγε επιτακτικά και διόρθωνε με κατάλληλη πίεση των χεριών την στάση της, πιέζοντας τον πισινό ή ανασηκώνοντας το στήθος, άλλο που δεν ήθελε αυτή.
– Μην κατεβάζεις το φουστάνι σαν ρόμπα, διέταζε και ταυτόχρονα ανασήκωνε την φούστα, έχοντας μια αξεπέραστη, κατά περίπτωση, διαίσθηση για το ανεκτό από την πελάτισσα ύψος του…ανασηκώματος, ανεκτικότητα που αύξανε υπέρμετρα και ανεξήγητα όταν ο Μανωλάκης πλησίαζε σαν ο τοπικός Φελίνι την προς φωτογράφηση κόρη.
Σε τοποθετούσε λοιπόν, απέναντι από την φωτογραφική μηχανή. Ένα τετράγωνο κουτί με το μαγικό μάτι μπροστά και την μαύρη σακούλα από πίσω, στηριγμένο σε ένα τρίποδο, έβαζε με θεαματικές κινήσεις την φωτογραφική πλάκα και τακτοποιούσε τελικά την πόζα σου, μετακινώντας το κεφάλι σου δεξιά ή αριστερά, πάνω ή κάτω, τόσες φορές που στο τέλος σταματούσες σαν να ήσουν πιασμένος από σύσπαση των νεύρων.
Ξεκαπάκωνε με κινήσεις μαέστρου το κάλυμμα του φακού και το πουλάκι, αποτύπωνε ανεξίτηλα την μορφή σου…στο περίπου. Στο περίπου διότι, ο Μανολάκης ως μέγας καλλιτέχνης είχε άποψη και επί των φυσικών δημιουργημάτων τα οποία τις περισσότερες φορές χρειαζόταν ρετούς.
Έμπαινε στον σκοτεινό θάλαμο, στέγνωνε το αρνητικό και το έφερνε στο χειρουργικό του τραπέζι, ένα τζαμόφυλλο παραθυριού, για την επέμβαση. Εκεί στο φως, ασκούσε την δημιουργική φαντασία του, με τα…χειρουργικά του εργαλεία, το μολύβι και το ξυράφι και σου διόρθωνε τις κατά την κρίση του ατέλειες της δημιουργίας.
Ο Μανωλάκης, ήταν ταυτόχρονα και ένας πρωτοπόρος της λαϊκής επιμόρφωσης, ιδιαίτερα των μοντέρνων δεσποινίδων, οι οποίες εξέφραζαν την διάθεση να μάθουν τα μυστικά της φωτογραφικής τέχνης.
Τις οδηγούσε στην «αίθουσα διδασκαλίας», στον σκοτεινό θάλαμο και εκεί η εκπαιδευόμενη αναστέναζε…από τα εντατικά μαθήματα. Το γεγονός ότι πάνω από το πορτάκι που οδηγούσε στον θάλαμο υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφία της γέφυρας των στεναγμών στην Βενετία, ήταν κάτι το εντελώς συμπτωματικό.
Όταν κατά τις συνήθεις, σε μικρά χωριά, συζητήσεις για την ποιότητα μιας νύφης, σε επικείμενο προξενιό, ήταν παρών και ο Μανωλάκης όλοι στρέφονταν συνωμοτικά προς το μέρος του με αγωνία να μάθουν αν γνώριζε την υποψήφια νύφη.
Όλοι υποψιάζονταν ότι αν την γνώριζε, τότε και αυτή, θα είχε…περάσει την γέφυρα των στεναγμών. Η αρνητική του απάντηση, ενδυνάμωνε τόσο πολύ την υποψήφια, ώστε ενδεχόμενα άλλα κουσούρια της, υποβαθμίζονταν και αγνοούνταν.
Ο μαιτρ ήταν λεπτολόγος, εφευρετικός και προσεκτικός σε όλα του. Γι’ αυτό επεξέτεινε την δραστηριότητα του και σε άλλες λεπτές επεμβάσεις. Ήταν ειδικός στο να απομακρύνει αντικείμενα που είχαν σφηνωθεί στον βολβό του ματιού.
Όλοι οι σιδεράδες της περιοχής κατέφευγαν στον Μανωλάκη οσάκις ρινίσματα σιδήρου, από την χρήση του τροχού επεξεργασίας μετάλλων, καρφωνόταν στο μάτι τους.
Ο μαιτρ, με ένα τεράστιο μαγνήτη κατάφερνε να απομακρύνει το θραύσμα εισπράττοντας εκτός από το ρεγάλο του και μύριες όσες ευχαριστίες από τα θύματα.
Σε κάποιες δύσκολες περιπτώσεις που ο μαγνήτης αποδεικνυόταν αναποτελεσματικός, ο Μανωλάκης είχε την δική του ιδιαίτερη τεχνική. Έστριβε ένα καθαρό άσπρο χαρτί κατασκευάζοντας ένα χωνί και με την οξεία μύτη του χωνιού με μια προσεκτική σβέλτη κίνηση παρέσερνε το ρίνισμα που τραυμάτιζε το μάτι.
Βέβαια πρέπει να ομολογήσουμε ότι κάποιες φορές αυτή η διαδικασία οδηγούσε σε μεγαλύτερα τραύματα, αλλά ποτέ δεν έφταιγε η τεχνική.
Ο δόκτωρ ήταν αλάνθαστος. Έφταιγε το θύμα, που κινήθηκε την ώρα της επέμβασης.
Καλού κακού διέθετε και ομματοϋάλια για μυωπία και πρεσβυωπία που δοκίμαζες και διάλεγες. Στο χωριό δεν υπήρχε ρολογάς, αλλά δεν χρειαζόταν.
Ο Μανωλάκης διέθετε κάτι μικρά περίεργα κατσαβιδάκια σαν βελόνες. Ξεκούτωνε το ρολόι, προσάρμοζε στο μάτι του τον ειδικό φακό του ωρολογοποιού, έσκυβε με προσοχή πάνω από το σταματημένο ρολόι, έριχνε το ειδικό λαδάκι συντήρησης, κάπου επενέβαινε και το ρολόι ξανάρχιζε να λειτουργεί.
–Σύντεκνε Μανωλάκη, το ρολόι μου πάλι δεν δουλεύει, τον πληροφόρησε ο σύντεκνος Λυκούργος.
–Πάλι σύντεκνε; Για φέρε το να το δούμε. Κοιτάζει ο Μανωλάκης το ρολόι.
–Δύσκολη περίπτωση! Αποφαίνεται. Ο άξονας έχει φύγει από την θέση του.
–Φτιάχνει σύντεκνε; ρωτά με αγωνία ο σύντεκνος Λυκούργος ο οποίος καμάρωνε να σέρνει από την βαριά αλυσίδα το χρυσοκαπνισμένο ρολόι, μάρκας Ωμέγα, να το βγάζει από το τσεπάκι του γιλέκου του, να το ανοίγει και να πληροφορείται την ακέραια ώρα, μιας και τα λεπτά δεν απασχολούσαν και τόσο, την εποχή εκείνη.
Το ρολόι ήθελε κι αυτό ρετούς όπως ιδιαιτέρως και επειγόντως και η φωτογραφία της κόρης του Λυκούργου που θα έστελναν στην Αμερική στον υποψήφιο γαμπρό.
Τώρα βέβαια πως ούτε η φωτογραφία θα είχε σχέση με το μοντέλο ούτε πως η ώρα που θα έδειχνε το ρολόι θα ήταν ίδια με την ώρα του Εθνικού Αστεροσκοπείου ήταν λεπτομέρειες.
–Μόνο του σπανού τα γένια δεν φτιάχνουν, αποφαίνεται ο μαιτρ, αλλά καλού κακού για να έχει συναυτουργό σε περίπτωση αποτυχίας της επέμβασης λέει του σύντεκνου:
–Κοίτα, σύντεκνε Λυκούργο, το ρολόι θα φτιάξει αν βοηθήσεις και εσύ.
–Να βοηθήσω σύντεκνε. Ήντα πρέπει να κάνω;
-Εγώ θα κρατήσω το ρολόι και με το κατσαβιδάκι θα συγκρατήσω τον άξονα στην θέση του. Εσύ θα μου κτυπήσεις ελαφρά, πολύ ελαφρά, με το σφυράκι αυτό, στο πίσω μέρος του κατσαβιδιού, λέει δίνοντας του Λυκούργου ένα σφυράκι μινιατούρα και περνώντας τον φακό στο μάτι.
–Πρόσεξε!!! Ελαφρά, ελαφρά. Το ρολόι είναι τζίτζιλο πράμα. Αν ζορίσουμε τον άξονα χάσαμε το ρολόι. Εντάξει;
–Εντάξει. λέει ο άλλος και ακουμπά με τρακ, ανεπαίσθητα το κατσαβιδάκι.
–Μα είπαμε να το κτυπήσεις, αλλά προς Θεού πρόσεξε, προσεκτικά.
–Καλά. Ξανακτυπά ανεπαίσθητα πάλι, ο Λυκούργος που ήδη ένοιωθε ταχυπαλμία.
–Πιο δυνατά, λίγο πιο δυνατά αλλά προσεχτικά.
Κάνει ο άλλος πως κτυπά αλλά μόλις που ακουμπά το κατσαβίδι.
–Λίγο λίγο πιο δυνατά αλλά προσεκτικά. Ξανακτυπά ο άλλος, ενώ σταγόνες αγωνίας υγραίνουν το μέτωπό του.
–Λιιίγο πιο δυνατά είπαμε, προσεκτικά όμως. Χτυπά ο άλλος καρδιοχτυπώντας.
–Πιο δυνατά, προσεκτικά… .πιο δυνατά… λιιιιίγο, αλλά προσεκτικά.
Ξεθαρρεύει ο άλλος, χτυπά πιο δυνατά με αποτέλεσμα το κατσαβίδι να διεμβολίσει το ρολόι. Εκρήγνυται ο μαιτρ.
–Εγώ σου έλεγα σύντεκνε σιγά και προσεκτικά. Ετσα που το ΄κανες εδά παρ΄το να το φτιάξεις μοναχός σου!
Προφανώς και δεν έφταιγε ο μαιτρ. Αυτός κρατούσε απλά το ρολόι και ο σύντεκνος Λυκούργος έπρεπε να κτυπήσει και ελαφρά και δυνατά και προσεκτικά. Αν αυτός δεν μπορούσε να συμβιβάσει τις έννοιες, δεν έφταιγε βέβαια ο μαιτρ! Το περίεργο είναι ότι ο Λυκούργος παρά την στενοχώρια που το ρετούς στο αγαπημένο του ρολόι απέτυχε, απέφυγε να πει κακό λόγο στον μαιτρ μη τυχόν και τον στενοχωρήσει.
Ήταν βλέπετε και εκείνο το ρετούς στην φωτογραφία της υποψήφιας νύφης, της κόρης του, για τον Αμερικάνο γαμπρό, που… δεν έπρεπε επ ουδενί να αποτύχει.