ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ(μέρος Β)
Άφησα κατά μέρος τις εγγλέζικες ευαισθησίες μου να περιμένω στην ουρά και σπρώχνοντας κι εγώ πίσω του, καταφέραμε να πλησιάσουμε το μπαρ.
Ο μπάρμαν, ψηλό ομορφόπαιδο με μακριά γενειάδα άλλης εποχής και ένα ζευγάρι τιράντες που μου θύμισαν τον J R Ewin στις δόξες του απ το απαγορεύμενο για μένα τότε λόγω ηλικίας Dallas, μας κοίταξε λίγο δύσπιστα σαν να αναρωτιόταν αν όντως είχαμε μπει στο μαγαζί ως πελάτες ή αν ψάχναμε τα παιδιά μας. Αφού βεβαιώθηκε ότι όντως μπήκαμε για να πιούμε, έσκυψε προς το μέρος μου μια που ήμουνα η κοντινότερη στο μπαρ να πάρει παραγγελία κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού του το συμπότη μου σαν να προσπαθούσε να μαντέψει τη σχέση μας.
” Δύο absolute με πάγο” φώναξα όσο δυνατότερα μπορούσα για ν ακουστώ μέσα από τη διαπασών της μουσικής και την οχλαγωγία. Σάρωσα το μπαρ και τον υπόλοιπο χώρο για τυχόν γνωστούς, χωρίς τύχη. Το μπαρ θύμιζε ηλικιακά, προαύλιο Πανεπιστημίου στην καλύτερη. Κορίτσια φτιασιδωμένα κι αγόρια γυαλισμένα αναζητούσαν τον έρωτα μα εκείνος τυφλωμένος απ τον καπνό και τα φλας των σέλφι αρνιόταν πεισματικά να πιάσει βάρδια. Γύρισα προς το Γιάννη και τσούγκρισα τα ποτήρια μας.
“Στην υγειά μας αφεντικό” είπα πειραχτικά γιατί συνήθιζε να με αποκαλεί με την ίδια προσφώνηση. “Εσύ σαι τ αφεντικό, εγώ είμαι απλός εργάτης” μου λέει. Εμένα το παρατσούκλι μου είναι ο Παράξενος, μου δήλωσε δίνοντας έμφαση στη λέξη. Και περήφανος, συμπλήρωσα εγώ σιωπηρά από μέσα μου αφού δε μ άφησε να πληρώσω για δεύτερη φορά. ” Βλέπεις εκεί απέναντι; εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα” συνέχισε, ” εφτά χρόνων με στείλανε οι δικοί μου να πιάσω δουλειά στο εστιατόριο κάτω απ το σπίτι μας, στα δώδεκα ήμουνα στην οικοδομή” .
Έτσι ξεκίνησε να μου περιγράφει τη ζωή του συνοπτικά. Χωρίς σάλτσες, χωρίς πάθος, χωρίς μελοδραματισμό. Σαν να ταν η ζωή του άλλου, ενός οποιουδήποτε άλλου. Θα νόμιζε κανείς αν τον άκουγε πως το να μεγαλώνει κάποιος χρόνια χωριστά απ τους γονείς του, με συγγενείς άλλους στην ηλικία που τους χρειάζεσαι περισσότερο, είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Δεν άργησε να ρθει ο γάμος.
Μικρομέγαλος ο γαμπρός, τα ίδια κι η νύφη. Λογικό επακόλουθο μου φάνηκε πως αν αισθάνθηκες εγκατάλειψη νωρίς, να θέλεις να δημιουργήσεις ο ίδιος συνθήκες ασφαλείας γύρω σου. Τρία παιδιά ακολούθησαν σιμά να συμπληρώσουν μια οικογένεια που αν άθροιζες τις ηλικίες τους όλες μαζί δεν κλείνανε μισό αιώνα. Μεγάλες ευθύνες, μικροί ώμοι. Δουλευταράς ήτανε ναι, μα το μεροκάματο είναι μεροκάματο, όσα κι αν έφερνε στο σπίτι. Και κάπου εκεί πήγε στραβά με το ταίρι του.
Η αγωνία της να εξασφαλιστεί οικονομικά, να αισθάνεται σιγουριά, την έκανε να τον χάσει. Η ανασφάλεια μας κάνει πολλές φορές να χάνουμε τον άνθρωπο και το συναίσθημα. Όλα γίνονται μια συνάρτηση με παρονομαστή το χρήμα. Απληστία; δε θα λεγα. Είναι η ανάγκη θαρρώ. Η ανάγκη τρώει σιγά σιγά τον έρωτα. Και κάπου εκεί σκέφτηκα κι εγώ με τη σειρά μου ανοίξανε κι οι παλιές του πληγές: αισθάνθηκε πως δεν τον ήθελαν αυτόν, πως θέλανε μόνο τα χρήματα. Οι άνθρωποι που έβαλε δίπλα του κι αυτοί που δημιούργησε ο ίδιος για να χει την αγάπη και την ασφάλεια που στερήθηκε, του φάνηκε ξαφνικά πως πήραν τη μορφή άλλων.
Οι παιδικές πληγές ξαναζωντάνεψαν κι ήρθαν ξανά να τον βασανίσουν. Το κενό που αφήνει η έλλειψη της γονικής αγάπης και ασφάλειας είναι δυσαναπλήρωτο. Μια ζωή σ έχει όμηρο. Άρχισε λοιπόν να ξενοκοιτά. Και να πίνει. Οι εφήμεροι έρωτες μπορεί να μην σου δίνουν εγγύηση για μια ζωή. Μα δε σου ζητάνε κιόλας να δώσεις την ψυχή σου. Λίγα δίνεις, λίγα παίρνεις. Και στο τέλος η τρύπα που αφήνουν φεύγοντας κλείνει, όπως κλείνει μια τρύπα που κάνεις στο νερό: πριν προλάβεις να τη δεις. Και το ποτό κι αυτό το ίδιο κάνει: θαμπώνει την τρύπα ως το πρωί.
Λογικό επόμενο ήτανε το διαζύγιο. Μα και οι σχέσεις του με τα παιδιά του δεν πήγανε καλύτερα γιατί η ανασφάλεια δε σ αφήνει να νοιώσεις πως σ αγαπούν. Μια ζωή πετάγεται μαύρη κι άραχνη να σου κλέβει ότι ποθείς η ψυχή σου. Και καταντάς να αυτοεκπληρώνεις τους χειρότερους φόβους σου. Μου πε κι άλλα πολλά. Όχι βέβαια όπως τα γραψα εγώ. Επιγραμματικά μου τα πε, μα η πίκρα ξεχείλιζε.
Την ανάλυση την έβαλα εγώ γιατί μια ζωή αυτό κάνω: μαζεύω κουβέντες σκόρπιες εδώ και εκεί, κουβέντες που ξεφεύγουν απ τα πιο ερμητικά κλεισμένα συρτάρια και χτίζω έναν άνθρωπο ολόκληρο μαζί με την ψυχή του. Ειναι το κουσούρι μου. Κάπου εδώ μάλλον θα αρχίσατε να αναρωτιέστε αν είχαμε βάλει κι οι δυό τα κλάματα. Πλανιέσται όμως.
Το ξημερώσαμε πίνοντας και γελώντας. Την καλύτερη παρέα την κάνουν αυτοί που δεν μπορούν να κάνουν παρέα με τον εαυτό τους να ξέρετε. Μα δεν το ξέρουν ούτε οι ίδιοι.. Καληνύχτα Γιάννη.