Αρθρογραφίανέαπρωτοσέλιδο Β

Θεέ μου, καλοκαίριασε πάλι…

Καλοκαίριασε πια κι η μοναξιά δε φοριέται. Άρχισε πάλι να ζητά έρωτα η ψυχή μας, χάδια το κορμί, φιλιά το στόμα. Καλοκαίριασε και ξύπνησε ότι κοιμόταν τόσο καιρό μέσα μας, σαν τον σπόρο που λουφάζει μες το χώμα ώσπου να ρθεί πάλι ο ήλιος, να πεταχτεί, να μπουμπουκιάσει, να καρπίσει και να συνεχίσει τον κύκλο της ζωής.
Θεε κι άρχισε πάλι το αίμα να κυλάει πιο γρήγορα, το μάτι να ψάχνει το πλήθος, σαν κάτι να προσμένει, τον έρωτα άραγες ή μοναχά ένα κορμί να ζευγαρώσει;

Κι αυτοί, που ερωτευμένοι από παλιά ήτανε, ξανάναψε η φλόγα που σιγόκαιγε καιρό και φούντωσε και ψάχνει απόκριση, τροφή να την ταΐζει, αλλιώς καίει τα ίδια σου τα σωθικά μέρα νύχτα, χωρίς αναπαημό.

Ώσπου μια μέρα η στάχτη να πνίξει και την τελευταία σπίθα, να γίνει κι τελευταία ελπίδα αποκαΐδι και να μείνει μόνο η μνήμη να ζεματά τις νύχτες.
Μα αν είσαι τυχερός και βρίσκει φλόγα η φλόγα σου, θεέ μου αυτό κι αν είναι τύχη.
Σαν να γεύεσαι όλα τα φρούτα τ’ όψιμου καλοκαιριού σε μια μπουκιά.

Γλυκά, μελωμένα, χωρίς ίχνος ξινάδας. Απ αυτά που θυμάται το στόμα τη γεύση μια ζωή κι η θύμιση φυλάει σε κουτιά πολύτιμα, θησαυρός ανεκτίμητος που μόνο ο θάνατος θα βεβηλώσει.
Θεέ μου, καλοκαίριασε πάλι…

Μοιραστείτε την είδηση

Έφη Ανδρουλάκη

Αρθρογράφος