νέαΠολιτικήπρωτοσέλιδο Γ

Διγαλάκης: «προνόμιο αλλά και ευθύνη να είμαστε φορείς της ελληνικής γλώσσας»

Γράφει ο Βασίλης Διγαλάκης, βουλευτής Χανίων της ΝΔ, τέως υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής:

Οι πρόσφατες καίριες παρεμβάσεις του πρώην Υπουργού Παιδείας και πρώην Πρύτανη του ΕΚΠΑ, καθηγητή Γεωργίου Μπαμπινιώτη, για το ζήτημα της εκτεταμένης παρουσίας ξένων (κυρίως αγγλικών) όρων στη Νέα Ελληνική, άνοιξαν μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση για τη γλώσσα μας. Χαίρομαι που η Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, συνεπής στον ρόλο της να αφουγκράζεται το πνεύμα και τις απαιτήσεις των καιρών, επανέφερε το θέμα αυτό με μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εκδήλωση που διοργάνωσε διαδικτυακά, ανήμερα της Εορτής των Τριών Ιεραρχών, με κεντρικό ομιλητή τον κ. Μπαμπινιώτη. Εκδήλωση την οποία τίμησε, κατά την έναρξή της, με χαιρετισμό ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος.

Η γλωσσολογία δεν είναι ασφαλώς το επιστημονικό μου αντικείμενο, αν και έχω ασχοληθεί με την υπολογιστική γλωσσολογία. Έχοντας προσκληθεί στην εκδήλωση από την Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, είχα την ευκαιρία να καταθέσω την άποψή μου, κινούμενος από το ειλικρινές ενδιαφέρον και τον σεβασμό μου για τη γλώσσα μας.

Όλοι -θεωρώ- θα συμφωνήσουμε ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο ένα εργαλείο επικοινωνίας. Είναι ταυτόχρονα αναπόσπαστο στοιχείο της υπόστασης και της ταυτότητάς μας. Είμαστε φορείς μιας γλώσσας μακραίωνης και πλούσιας, που λειτουργεί ως συνεκτικό στοιχείο του έθνους μας. Το πιστεύω με θέρμη: Είναι προνόμιο να είμαστε φορείς της ελληνικής γλώσσας, αλλά και μεγάλη ευθύνη. Τη γλώσσα μας την εξελίσσουμε και τη συνδιαμορφώνουμε όλοι μαζί. Όλοι όσοι είμαστε οι φυσικοί ομιλητές της.

Διαχρονικά στην ιστορία των γλωσσών -και της ελληνικής- ενσωματώνονταν γλωσσικά δάνεια όπως και αντιδάνεια. Είναι θεμιτό και συχνά γόνιμο. Και είναι προφανώς αβάσιμο να πιστεύει κανείς ότι ειδικά στις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και των πολλαπλών ξένων ερεθισμάτων δεν θα δεχτούμε γλωσσικές επιρροές, ειδικά από την κυριαρχούσα σε πολλούς τομείς αγγλική. Για ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, όπως για τους εξειδικευμένους τεχνολογικούς όρους, είναι αναμενόμενο να επικρατούν οι ξενόγλωσσοι γλωσσικοί τύποι. Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις βέβαια, μπορεί να υπάρξει επιτυχημένη ελληνική απόδοση, ειδικά αν εισαχθεί εγκαίρως στον λόγο μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απόδοση του «internet» ως «διαδίκτυο», η οποία, όπως είναι γνωστό, πιστώνεται στον κ. Μπαμπινιώτη που την εισηγήθηκε.

Το πρόβλημα, όμως, ξεκινά όταν η χρήση ξένων όρων ξεπερνά τα όρια και φτάνει όχι μόνο να μας κατακλύζει, αλλά ακόμη και να υποκαθιστά κοινές λέξεις, όπως το «stage» για τη «σκηνή» και το «break» για το «διάλειμμα». Δεν ισχυρίζομαι ότι η γλώσσα μας δεν έχει αντιστάσεις, αλλά δεν δικαιολογείται η αμεριμνησία ή και η επιδεικτική, μερικές φορές, αδιαφορία για το πώς τη χειριζόμαστε. Αυτή η αντίληψη συνιστά, σε βάθος χρόνου, σοβαρή γλωσσική απειλή. Πρέπει να μας προβληματίζει η αξιακή θέση πίσω από την άκριτη χρήση των αγγλικών λέξεων που υποκαθιστούν ακόμη και εδραιωμένες ελληνικές λέξεις. Και είναι ανησυχητικό αυτό, εφόσον υποδεικνύει μια υποβόσκουσα αίσθηση κατωτερότητας με παράλληλη διεκδίκηση ανωτερότητας από τη χρήση του ξένου όρου.

Επαναλαμβάνω: Είναι προνόμιο να είμαστε φορείς της ελληνικής γλώσσας, αλλά είναι και ευθύνη. Ευθύνη που όμως βαραίνει ακόμη περισσότερο εκείνους που έχουν πολιτικό ρόλο και δημόσιο βήμα: τους πολιτικούς, τους παιδαγωγούς, τους επιστήμονες, τα Μέσα Ενημέρωσης. Τόσο η οργανωμένη Πολιτεία, όσο και μεμονωμένα, οφείλουμε να υποστηρίζουμε την καλλιέργεια του γλωσσικού αισθήματος. Και είναι πολύ χρήσιμες οι τοποθετήσεις όπως αυτές του κ. Μπαμπινιώτη, ο οποίος, με την εμβέλεια και το κύρος που διαθέτει, είναι σε θέση να ευαισθητοποιεί και να κινητοποιεί το ενδιαφέρον για γλωσσικά θέματα.

Χρέος μας είναι να παρέχουμε παιδεία που να διεγείρει τη γνωστική περιέργεια και την αγάπη για τη γλώσσα. Και είναι κρίσιμο, προτού προλάβει να επικρατήσει ο νεοεισερχόμενος αγγλικός όρος, να υπάρχει μια έγκυρη υπόδειξη του αντίστοιχου ελληνικού, αντί να ακολουθούμε την ευκολία και τον αυτοματισμό του ξένου τύπου και μάλιστα γραμμένου αυτούσια στο λατινικό αλφάβητο.

Η προσέγγιση αυτή δεν υπαγορεύεται από καμία διάθεση γλωσσικής περιχαράκωσης, ούτε υποκρύπτει συντηρητισμό και κάποιου είδους ελληνολατρία. Όποιος εκτιμά το ανθρώπινο γλωσσικό φαινόμενο μπορεί να εκτιμήσει κάθε έκφρασή του, όπως και τα γλωσσικά επιτεύγματα άλλων λαών. Όμως, οφείλουμε να είμαστε σε επαγρύπνηση γιατί η γλώσσα δεν έχει αυτόνομη πορεία, ζει και εξελίσσεται μέσα από μας.

Μοιραστείτε την είδηση

Χρηστάλλα Κακαβελάκη

biskotto.gr