Ο «κρυφός» εχθρός της ελληνικής οικονομίας | κλιματική αλλαγή
Η άνοδος της θερμοκρασίας βρίσκεται κοντά στο όριο συναγερµού της πρόσφατης Συνθήκης του Παρισιού για το κλίµα.
Ο Οκτώβριος του 2019 ήταν ο πιο θερµός Οκτώβριος που έχει ποτέ καταγραφεί στον πλανήτη. Ήταν µάλιστα, σύµφωνα µε την ευρωπαϊκή υπηρεσία Copernicus, ο πέµπτος κατά σειρά µήνας που προσέγγισε ένα ρεκόρ υψηλότερης θερµοκρασίας φέτος, µε τη µέση θερµοκρασία του µήνα να βρίσκεται κατά 1,2 βαθµούς Κελσίου πάνω από τη θερµοκρασία της Γης κατά την Προβιοµηχανική Περίοδο, πριν από περίπου 150 χρόνια. Η άνοδος αυτή βρίσκεται κοντά στο όριο συναγερµού της πρόσφατης Συνθήκης του Παρισιού για το κλίµα –από την οποία µονοµερώς αποχώρησαν οι ΗΠΑ µε απόφαση του Donald Trump–, που έθετε ως στόχο η αύξηση της θερµοκρασίας του πλανήτη µέχρι το 2100 να µην ξεπεράσει τους 2°C πάνω από τη µέση θερµοκρασία που επικρατούσε στις απαρχές της Βιοµηχανικής Επανάστασης.
Η εξέλιξη αυτή, που συνοδεύτηκε από την εκδήλωση ακραίων καιρικών φαινοµένων και καταστρεπτικών δασικών πυρκαγιών, αποτελεί άλλη µία ένδειξη πως η κλιµατική αλλαγή είναι µια πραγµατικότητα που ήρθε για να µείνει. Σύµφωνα, µάλιστα, µε τη διακήρυξη που συνυπογράφουν περισσότεροι από 11.200 επιστήµονες από 153 χώρες –µεταξύ των οποίων και η Ελλάδα– δεν πρόκειται απλώς για κλιµατική αλλαγή, αλλά για κλιµατική επείγουσα ανάγκη που θα επιφέρει «ανείπωτα ανθρώπινα βάσανα» αν δεν υπάρξει ριζική και διαρκής στροφή στις ανθρώπινες δραστηριότητες που επιβαρύνουν το κλίµα. Στη δραµατική αυτή προειδοποίηση προστίθεται η νέα ειδική έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιµατική Αλλαγή του ΟΗΕ (IPCC), που αναφέρει πως η στάθµη της θάλασσας αναµένεται να ανέλθει σε τέτοια επίπεδα από το λιώσιµο των πάγων, που µέχρι το 2050 θα απειλεί ένα δισεκατοµµύριο ανθρώπους.
Η υπερθέρµανση του πλανήτη εκτιµάται πως θα έχει σηµαντικές επιπτώσεις και στη χώρα µας. Σύµφωνα µε µελέτη του ΟΗΕ, η Ελλάδα, όπως και ολόκληρη η Μεσόγειος, συγκαταλέγεται ανάµεσα στα 18 «καυτά» σηµεία του πλανήτη που θα αντιµετωπίσουν τα µεγαλύτερα προβλήµατα εξαιτίας της εντεινόµενης αλλαγής του κλίµατος. Το σενάριο αύξησης της µέσης θερµοκρασίας του πλανήτη κατά 1,5°C, όπως περιγράφεται στην ειδική έκθεση του IPCC του 2018, προβλέπει ότι στη Μεσόγειο οι δασικές εκτάσεις που θα καίγονται ετησίως θα αυξηθούν κατά 41%, οι καύσωνες, που κανονικά εµφανίζονται µία φορά στα 20 χρόνια, θα αυξηθούν κατά 173%, ενώ οι ραγδαίες βροχοπτώσεις θα αυξηθούν κατά 10%. Ο Κωνσταντίνος Καρτάλης, καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών, καθώς και µέλος του Επικουρικού Οργάνου του ΟΗΕ για την εφαρµογή της Σύµβασης για το Κλίµα, εξηγεί πως οι µελέτες προσοµοιώσεων που διεξάγονται για την Ελλάδα για το 2050 δείχνουν «αύξηση της θερµοκρασίας κατά περίπου 2,5°C σε µέση ετήσια βάση, µείωση της βροχόπτωσης τους θερινούς µήνες κατά 30%, αύξηση της ξηρασίας κυρίως στις κεντρικές και νότιες περιοχές της χώρας, αύξηση κατά 20 των ηµερών µε καύσωνες, επιβαρυµένες θερµικές συνθήκες για τα 5,5 εκατ. κατοίκων στις 25 µεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας και σηµαντική αύξηση της θνησιµότητας για τις ευαίσθητες οµάδες πληθυσµού».
Τις ζοφερές αυτές προβλέψεις συνοδεύουν οι επιπτώσεις που µπορεί να έχει η αύξηση της θερµοκρασίας στην ελληνική οικονοµία. Σε σχετική της έκθεση που δηµοσιεύτηκε το 2011, η Τράπεζα της Ελλάδος επεσήµανε πως το κόστος της κλιµατικής αλλαγής για τη χώρα µας θα ήταν εξαιρετικά υψηλό: Στο δυσµενέστερο σενάριο, το κόστος για την οικονοµία ως το 2100 υπολογιζόταν στα 701 δισ. ευρώ, ποσό υπερδιπλάσιο του εθνικού µας χρέους το 2009. Μάλιστα, οι συντάκτες της έκθεσης σηµείωναν πως η υιοθέτηση πολιτικών που προστατεύουν το κλίµα είναι η οικονοµικότερη επιλογή που διαθέτουµε, µε το κόστος να µειώνεται στα 436 δισ. ευρώ στην περίπτωση που η Ελλάδα πετύχει τον στόχο της µείωσης των εκποµπών αερίων.
Υπό τον συντονισµό του Κωνσταντίνου Καρτάλη, µια ερευνητική οµάδα της διαΝΕΟσις επιχείρησε το 2017 να ρίξει φως στο τι µπορεί να συµβεί σε κρίσιµους τοµείς της ελληνικής οικονοµίας κατά τη χρονική περίοδο 2046-2065. Όπως επισηµαίνει ο καθηγητής του ΕΚΠΑ, οι παραγωγικοί κλάδοι που αναµένεται να επηρεαστούν περισσότερο από την κλιµατική αλλαγή είναι η γεωργία, ο τουρισµός και η ενέργεια. «Ως προς τη γεωργία, οι εκτιµήσεις µιλούν για µείωση της καταλληλότητας για καλλιέργειες προϊόντων κυρίως στα κεντρικά και νότια της χώρας» αναφέρει. Στην έρευνα της διαΝΕΟσις τονίστηκε η τάση µετατροπής των εδαφών σε ξηρικά στο 60% των καλλιεργήσιµων εκτάσεων, που θα επηρεάσει δυσµενώς την ποσότητα και το είδος της παραγωγής, ειδικά σε καλλιέργειες όπως αυτές των αµπελιών.
Σε σχέση µε τον τουρισµό, κατά τον Κωνσταντίνο Καρτάλη, «οι εκτιµήσεις συναρτώνται µε την εµφάνιση περισσότερων περιόδων καύσωνα, µε την ανθεκτικότητα των υποδοµών, καθώς και µε το ενδεχόµενο µετατόπισης του τουριστικού ρεύµατος προς άλλες περιοχές». Ενδεικτική είναι η εκτίµηση του πανευρωπαϊκού προγράµµατος PESETA για µείωση κατά 1% των διανυκτερεύσεων και απώλειες ύψους 825 εκατ. ευρώ ετησίως για την τουριστική βιοµηχανία της Βόρειας Μεσογείου εφόσον η µέση θερµοκρασία αυξηθεί κατά 2,5 βαθµούς. Στις ανησυχίες πρέπει να προστεθεί το ζήτηµα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονοµιάς –και ειδικά των εκτεθειµένων στη φύση αρχαιολογικών χώρων– για την οποία απαιτείται, όπως τονίζει ο Κωνσταντίνος Καρτάλης, καταγραφή των κινδύνων (π.χ. διάβρωση, δασικές πυρκαγιές, άνοδος της στάθµης της θάλασσας) και ενδελεχής προετοιµασία σχεδίων προσαρµογής. Το ζήτηµα φαίνεται να έχει «ανέβει» και στην κυβερνητική ατζέντα, καθώς ο ίδιος ο πρωθυπουργός παρουσίασε στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ για το Κλίµα τη νέα πρωτοβουλία της Ελλάδας για την αντιµετώπιση των επιπτώσεων της κλιµατικής αλλαγής.
Το «αγκάθι» της ενέργειας
Βάσει της µελέτης της επιστηµονικής οµάδας της διαΝΕΟσις, εκτιµάται πως, εάν η µέση θερµοκρασία αυξηθεί µόνο κατά έναν βαθµό Κελσίου, η Ελλάδα θα καταναλώνει επιπλέον ενέργεια αξίας 600.000 ευρώ ηµερησίως. Σε µια χώρα, η οποία ακόµη και σήµερα βασίζει την παραγωγή ενέργειας περισσότερο στη λειτουργία λιγνιτικών µονάδων και λιγότερο στις Ανανεώσιµες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), το αποτέλεσµα της αυξηµένης ζήτησης µπορεί να είναι περιβαλλοντικά και οικονοµικά καταστροφικό. Η έκθεση του περιβαλλοντικού think tank «Green Tank», που παρουσιάστηκε τον Σεπτέµβριο, επισηµαίνει πως η Δηµόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισµού έχει ήδη συσσωρεύσει από τις λιγνιτικές µονάδες την τριετία 2016-2019 ζηµιές ύψους 683 εκατοµµυρίων ευρώ. Την ίδια ώρα, ο τοµέας της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής εκπέµπει περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από ό,τι οι µεταφορές, η βιοµηχανία και τα απορρίµµατα µαζί, ενώ το κόστος του διοξειδίου του άνθρακα έχει υπερτετραπλασιαστεί από 10 ευρώ ανά µεγαβατώρα στις αρχές του 2016 σε περισσότερα από 40 ευρώ στα µέσα του 2019.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης παρουσίασε πριν από µερικές εβδοµάδες τις βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησης για την κλιµατική αλλαγή, στις οποίες ξεχωρίζουν η εξαγγελία για την πλήρη απολιγνιτοποίηση της χώρας µέχρι το 2028, η αύξηση των στόχων για διείσδυση των ΑΠΕ στο πλαίσιο της αναθεώρησης της Εθνικής Στρατηγικής για την Ενέργεια και το Κλίµα από το 31% στο 35%, καθώς και η παροχή σηµαντικών κινήτρων για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης και γενικότερα της εξοικονόµησης ενέργειας, αλλά και της κυκλικής οικονοµίας. Θα λάβουν, όµως, σάρκα και οστά οι κυβερνητικές εξαγγελίες;
«Η απολιγνιτοποίηση θα γίνει, είναι µονόδροµος. Οι τιµές ρύπων δεν υπάρχει περίπτωση να πέσουν και το κόστος των ζηµιών της ΔΕΗ είναι πολύ υψηλό. Υπήρχε από το 2007 αίτηµα για µακροχρόνιο εθνικό σχεδιασµό που τελικά έγινε πέρυσι, κατόπιν πιέσεων της Ε.Ε. Το θέµα είναι να δούµε τι θα γίνει µε τις ΑΠΕ και την εξοικονόµηση ενέργειας από εδώ και πέρα» επισηµαίνει ο Σταύρος Μαυρογένης, υπεύθυνος του Tοµέα Kλιµατικής και Eνεργειακής Πολιτικής της WWF, και προσθέτει πως «το ζητούµενο τώρα µε τον εθνικό ενεργειακό σχεδιασµό είναι να συµβαδίσει µε τον στόχο του 1,5°C και να έχει ακόµα πιο φιλόδοξους στόχους για τη µείωση των εκποµπών ρύπων, οι οποίοι δεν αρκούν. “Τρέξαµε” ένα µοντέλο στη WWF που δείχνει ότι πρέπει να µειώσουµε µέχρι το 2030 κατά 70% τις εκποµπές σε σχέση µε το 1990 εάν πούµε ότι θέλουµε να πιάσουµε τον στόχο, την ώρα που στον εθνικό σχεδιασµό υπάρχει µια εντελώς ανεπαρκής πρόβλεψη µείωσης περίπου 55% σε σχέση µε το 2005. Καταλήξαµε µε το µοντέλο στο συµπέρασµα ότι, αν όλες οι χώρες του κόσµου ακολουθούσαν το δικό µας υπόδειγµα, η θερµοκρασία θα αυξανόταν κατά 3,1 ως 3,7 βαθµούς!».
Η τελευταία ευκαιρία μετασχηματισμού της οικονομίας
Οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων 20 ετών άργησαν να ενσωµατώσουν τις επιπτώσεις της κλιµατικής αλλαγής στο αναπτυξιακό µοντέλο της χώρας. Ίσως τώρα, όµως, υπό την πίεση των Βρυξελλών και της κοινής γνώµης που ζητά επισταµένως την άµεση υιοθέτηση µέτρων κατά της αύξησης της θερµοκρασίας, η Ελλάδα να έχει µια τελευταία ευκαιρία να προλάβει το «τρένο» της «πράσινης» ανάπτυξης και της µετάβασης σε µια «zero-carbon» οικονοµία. Η νέα πρόεδρος της Κοµισιόν Ursula von der Leyen έχει θέσει ως µεγάλη προτεραιότητα για την Επιτροπή την αντιµετώπιση της κλιµατικής αλλαγής και ανακοίνωσε ήδη πως σχεδιάζει να προωθήσει τη µείωση των εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 50% µέχρι το 2030, καθώς και τον στόχο για µηδενικές εκποµπές άνθρακα µέχρι το 2050. Στα µέτρα που εξετάζει ακόµη η Κοµισιόν είναι η επιβολή φόρου άνθρακα στις εισαγωγές προϊόντων από τρίτες χώρες, αλλά και η µετατροπή µέρους της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων σε «Τράπεζα Κλίµατος», µε στόχο την ενεργοποίηση επενδύσεων ύψος ενός τρισ. ευρώ εντός δεκαετίας.
Τι απαιτείται, όµως, προκειµένου η Ελλάδα να κάνει µε ρεαλισµό τα απαραίτητα βήµατα σε µια µεταλιγνιτική εποχή; Και έχουµε τελικώς αντιληφθεί τι θα σηµαίνει αυτό για την οικονοµία;
«Το µεγάλο µέρος των εκποµπών πρέπει να µειωθεί άµεσα. Αυτό δεν αντικατοπτρίζεται στον εθνικό σχεδιασµό µας. Όλοι µιλούν για οριακές αλλαγές στο υπάρχον σύστηµα, ενώ στην ουσία απαιτείται µια ραγδαία αλλαγή που πρέπει να γίνει µέσα στα επόµενα 10-15 έτη το αργότερο. Το πρόβληµα είναι βαθιά πολιτικό» εξηγεί από την πλευρά του ο υπεύθυνος Οικονοµικών Πολιτικών της WWF, Ολιβιέ Βαρδακούλιας, ο οποίος θυµίζει ότι το κόστος του µετριασµού της κλιµατικής αλλαγής είναι σε όλες τις διεθνείς µελέτες χαµηλότερο από το κόστος της επιµονής σε µια «business as usual» απαράλλακτη πορεία, ενώ υποδεικνύει πως η Ελλάδα βρίσκεται «εκτεθειµένη» και σε έναν ακόµη οικονοµικό κίνδυνο: «Το µεγάλο οικονοµικό debate σε σχέση µε τη µετάβαση εξελίσσεται τώρα γύρω από τα λεγόµενα “transition risks”, δηλαδή τα µεταβατικά ρίσκα για την οικονοµία και το τραπεζικό σύστηµα. Τα χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα έχουν πολύ µεγάλη έκθεση σε δραστηριότητες που στην ουσία δεν είναι συµβατές µε έναν κόσµο χαµηλού αποτυπώµατος άνθρακα και πολλές από αυτές τις επενδύσεις ενδέχεται να καταστούν µελλοντικά αδρανείς. Διεξήχθησαν πολλές µελέτες και από τις ίδιες τις τράπεζες που υπολογίζουν χοντρικά τι ζηµιές ενδέχεται να έχουν για µια σειρά από επενδύσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγµα προφανώς είναι ό,τι σχετίζεται µε τον λιγνίτη, αλλά και το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Αυτός είναι ένας κίνδυνος µετάβασης ο οποίος για τη χώρα µας είναι πολύ µεγάλος σε ό,τι έχει να κάνει µε νέες εξορύξεις, αλλά και άλλες δραστηριότητες υψηλού αποτυπώµατος άνθρακα, όπως τη βαριά βιοµηχανία, τα αλουµίνια κ.λπ.».
«Ήδη σε πολλές χώρες η έγκριση επενδύσεων συναρτάται µε τους κινδύνους που µπορεί να προκύψουν λόγω της κλιµατικής αλλαγής, ενώ το διεθνές τραπεζικό σύστηµα έχει συµφωνήσει στην ανάγκη για ειδικά stress tests σε ό,τι αφορά σε δάνεια για τέτοιου είδους επενδύσεις» συµπληρώνει ο καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος του ΕΚΠΑ, Κωνσταντίνος Καρτάλης, ο οποίος δηλώνει πως τα επόµενα χρόνια αποτελούν µια ευκαιρία µετασχηµατισµού της ελληνικής οικονοµίας που δεν πρέπει να πάει χαµένη. «Η προσοχή µας πρέπει να στραφεί στην έγκαιρη προετοιµασία σχεδίων προσαρµογής ανά τοµέα και περιοχή, στην ενσωµάτωση της παραµέτρου “κλιµατική αλλαγή” στον αναπτυξιακό σχεδιασµό σε όλα τα επίπεδα διοίκησης, στο χωροταξικό και στη διαµόρφωση του επόµενου ΕΣΠΑ για το διάστηµα 2021-2027, καθώς και σε δράσεις µετριασµού, των εκποµπών των αερίων θερµοκηπίου σε όλους τους παραγωγικούς τοµείς.
Όµως το κύριο ζήτηµα στο οποίο πρέπει η κυβέρνηση να στρέψει την προσοχή της είναι η µετάβαση σε µια οικονοµία σχεδόν µηδενικού άνθρακα µέχρι το 2050. Αυτό µεταφράζεται σε αυξηµένη διείσδυση των Aνανεώσιµων Πηγών Ενέργειας, σε αναµόρφωση του µοντέλου παραγωγής ενέργειας και σε επιµονή στην εξοικονόµηση ενέργειας στα κτίρια. Πρόκειται για έναν στόχο που απαιτεί 30ετή σχεδιασµό µε νέους κανόνες. Δεν µπορεί ο σχεδιασµός της δεκαετίας 2020-2030 να είναι ανεξάρτητος από τον στόχο του 2050».
Στον όποιο εθνικό σχεδιασµό πρέπει ακόµη να ληφθεί υπόψη ένας παράγοντας, σύµφωνα µε τον Ολιβιέ Βαρδακούλιας: Τα έµµεσα κόστη των διεθνών επιπτώσεων της κλιµατικής αλλαγής, «όπως είναι οι επιπτώσεις της αύξησης των παγκόσµιων τιµών τροφίµων λόγω της κλιµατικής αλλαγής και της συνολικής περιβαλλοντικής υποβάθµισης». Πρόκειται για παράγοντες που έχουν σηµαντικές µακροοικονοµικές επιπτώσεις σε όλο τον κόσµο και δεν πρέπει να υποτιµώνται. «Δεν µπορούµε να σχεδιάζουµε βιοµηχανικές πολιτικές ή να χρησιµοποιείται το πρόγραµµα δηµοσίων επενδύσεων ή οι πολιτικές φορολογικών κινήτρων, χωρίς να κοιτάµε ποιος είναι ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος. Χρειάζονται ακόµη τεράστιες αλλαγές και στον τρόπο σκέψης και στην εφαρµογή πολιτικών», τονίζει ο υπεύθυνος Οικονοµικών Πολιτικών της WWF.
Σε κάθε περίπτωση, η κλιµατική αλλαγή δηλώνει τη διαρκή παρουσία της και την απειλή των µεγάλω κινδύνων που επιφυλάσσει για το µέλλον της χώρας. Ο εθνικός προσανατολισµός σε µια νέα κατεύθυνση µετασχηµατισµού του παραγωγικού µοντέλου της Ελλάδας αποτελεί το «κλειδί» τόσο για τη διάσωση της οικονοµίας όσο και της φυσικής και πολιτιστική κληρονοµιάς µας.
Πηγή: fortunegreece.com/