ΑρθρογραφίαΚρήτη

Η αγγαρεία

Η Κρήτη μετά την κατάκτηση της από τους Γερμανούς έπρεπε να οχυρωθεί, να διοικηθεί και να υπηρετήσει την πολεμική προσπάθεια του Άξονα. Το νησί κηρύχτηκε Οχυρό (Festung Kreta) και ξεκίνησαν μεγάλα οχυρωματικά έργα καθώς και μια σειρά αεροδρομίων και ναυτικών εγκαταστάσεων. Η υλοποίηση αυτών των έργων συνεπαγόταν την οργανωμένη κινητοποίηση του ντόπιου εργατικού δυναμικού. Άλλωστε, η έννοια του Οχυρού συνεπαγόταν και εκείνη του στρατοπέδου.

Τα σημαντικότερα έργα που σχεδίαζαν οι Γερμανοί ήταν το αεροδρόμιο στην περιοχή του χωριού Τυμπάκι στην πεδιάδα της Μεσαράς και επίσης άλλο αεροδρόμιο στο Καστέλλι Πεδιάδος Ηρακλείου και υπόγειες αποθήκες καυσίμων στα Πεζά Πεδιάδος Ηρακλείου και στο Βαμβακόπουλο Κυδωνίας Χανίων. Για τα έργα στο αεροδρόμιο του Τυμπακίου περίπου 7.000 κάτοικοι της γύρω περιοχής εξαναγκάστηκαν σε καταναγκαστική εργασία και πάνω από 1.000 σπίτια ισοπεδώθηκαν και οι κάτοικοι τους εκδιώχθηκαν.

Μια σειρά μέτρων που δεν επιβάλλονταν καθόλου ή πάντως όχι με την ίδια αυστηρότητα στην υπόλοιπη χώρα πιστοποιούσαν αυτή την κατεύθυνση. Ανάμεσά τους και η επιβολή υποχρεωτικής εργασίας για όλους τους κατοίκους ανεξαρτήτως φύλου, επαγγέλματος ή ηλικίας.

Η «αγγαρεία» αποτέλεσε ένα σκληρό και ατιμωτικό μέτρο και η αποφυγή της έγινε η κύρια μορφή παθητικής αντίστασης. Ο πρώτος διοικητής του Φρουρίου Κρήτης, πτέραρχος Κουρτ Στούντεντ, βάσει εξουσιοδότησης του Φίρερ και ανώτατου αρχηγού του στρατού, εξέδωσε στις 17 Ιουνίου 1941 τη διαταγή με τίτλο: «Υποχρέωσις εργασίας».

Σύμφωνα με αυτήν, όλος ο πληθυσμός της Κρήτης, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, ηλικίας και φύλου, υποχρεούνταν σε οποιαδήποτε εργασία ύστερα από διαταγή των ελληνικών τοπικών αρχών. Όλα τα μεταγωγικά μέσα, τα ζώα δηλαδή και τα κάρα, ετίθεντο εξίσου στη διάθεση των τοπικών αρχών για τις ανάγκες της υποχρεωτικής εργασίας. Φυσικά, η απείθεια προς όλα τα παραπάνω θεωρούνταν σαμποτάζ και η τιμωρία έφτανε ως την εκτέλεση. Το μέτρο της αγγαρείας ταυτίστηκε αμέσως με τα αντίποινα και τη βαρβαρότητα του κατακτητή. Την πρώτη έκρυθμη περίοδο, μεγάλες περιοχές στην ύπαιθρο ή χωριά κλείνονταν με συρματοπλέγματα και οι έγκλειστοι εξέρχονταν μονάχα για την εκτέλεση καταναγκαστικών έργων. Ορισμένες φορές ήταν δυσδιάκριτο για τους ανθρώπους αυτούς αν θα πήγαιναν στην αγγαρεία ή για εκτέλεση.

Η αντίσταση όμως στην υποχρεωτική εργασία ξεκίνησε εξαρχής. Αρκετοί δραπέτευαν και κρύβονταν ενώ οι Γερμανοί επέρριπταν την ευθύνη στους κοινοτάρχες με απειλές για συλλογική τιμωρία. Σύντομα πολλοί έστελναν προς αντικατάστασή τα ανήλικα παιδιά τους ή άλλους φτωχότερους με πληρωμή. Έντονο πάντως ήταν το φαινόμενο της παντελούς αποφυγής της αγγαρείας, παρά τις απειλές, ακόμα και από ολόκληρες κοινότητες των ορεινών. Σύμφωνα με δημοσίευμα του ημιεπίσημου γερμανικού οργάνου στα Χανιά «Παρατηρητής» στις 14 Ιανουαρίου 1942, σε «μερικά μεγάλα έργα, σχεδόν όλοι οι εργάται απέσχον της εργασίας των». Ο τοπικός γερμανόφιλος Τύπος προσπαθούσε να υπερασπιστεί το θεσμό κάνοντας λόγο για τεμπέληδες και χαρτοπαίκτες που ξημεροβραδιάζονταν στα καφενεία αντί να εργάζονται για το κοινό καλό.

Ο θεσμός της υποχρεωτικής εργασίας υπήρξε βασικό στοιχείο της κατοχικής πολιτικής στην Κρήτη και παρέμεινε στη μνήμη των κατοίκων ως σύμβολο καταπίεσης και εξευτελισμού. Σύμφωνα με βρετανικές πηγές, το 1942-1943 σε υποχρεωτική εργασία εξαναγκαζόταν από το 1/3 έως το 1/2 του πληθυσμού της υπαίθρου και ήταν η κυριότερη αιτία του μίσους των Κρητικών απέναντι στους Γερμανούς.

Μοιραστείτε την είδηση

Γιάννης Σκαλιδάκης

Ιστορικός