Κρήτηνέαπρωτοσέλιδο Α

Παπαδόπουλος: «Με απασχολεί ιδιαίτερα η σεισμική ακολουθία της Κρήτης»

Στους σεισμούς και στα ρήγματα που τον ανησυχούν αναφέρθηκε στην εφ όλης της ύλης συνέντευξη που παραχώρησε στο iEidiseis, ο καθηγητής Γεράσιμος Παπαδόπουλος.

Ειδικότερα, αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στη Θήβα, στην Κρήτη, στο ΒΑ Αιγαίο και στην Αττική, περιοχές οι οποίες περιτριγυρίζονται από μικρά και μεγάλα ρήγματα.

Το ρήγμα της Θήβας

«Πολλοί συνάδελφοί μου την έχουν ξεχάσει αυτή την περιοχή και νομίζουν ότι έσβησε, ωστόσο όποιος παρακολουθεί θα δει ότι καθημερινά έχουμε δυο – τρεις πολύ μικρούς σεισμούς το οποίο σημαίνει ότι έχουμε μια ενεργή περιοχή, η οποία μετά την έξαρση του καλοκαιριού δεν έχει σβήσει και εξακολουθεί να δίνει μικρούς σεισμούς που σημαίνει ότι πρέπει να παρακολουθούμε την περιοχή με πολύ μεγάλη προσοχή» ανέφερε για την περιοχή της Θήβας ο κ. Παπαδόπουλος και πρόσθεσε: «Όταν λέω προσοχή, θέλω να σας θυμίσω την περίπτωση του μεγάλου σεισμού στη Θήβα το 1893 όπου η προσεισμική δραστηριότητα κράτησε περίπου ενάμιση χρόνο. Και επειδή στα σεισμικά φαινόμενα δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες χρειάζεται αυτή η πολύ μεγάλη προσοχή. Το δε ρήγμα της Θήβας είναι ενεργό και είχε δώσει σεισμό 6 με 6,2 ρίχτερ, ενώ και το 1914 είχαμε σεισμό για τον οποίο δεν έχουμε σήμερα ενδείξεις ότι υπήρξαν προσεισμοί κάτι που δείχνει την πολυπλοκότητα των φαινομένων και ότι δεν μπορούν να μπουν σε καλούπια».

Η σεισμική ακολουθία της Κρήτης

Ένας δεύτερος σημαντικός προβληματισμός του κ. Παπαδόπουλου στρέφεται προς την Κρήτη. «Με απασχολεί ιδιαίτερα τις τελευταίες ημέρες η Κρήτη. Υπάρχει μια μικροσεισμική δραστηριότητα η οποία αναπτύσσεται βόρεια από το Αρκαλοχώρι και ανατολικά από το Ηράκλειο. Είναι έξω από τον μετασεισμικό χώρο του Αρκαλοχωρίου και δεν συμφωνώ με όσους λένε ότι πρόκειται για το ρήγμα του Αρκαλοχωρίου, το οποίο δήθεν φτάνει έως την συγκεκριμένη περιοχή. Δε λέω ότι αναγκαστικά θα κάνει ισχυρό σεισμό, αλλά ότι δεν φθάνει εκεί το ρήγμα που έδωσε το σεισμό του Αρκαλοχωρίου. Νομίζω ότι στο κοντινό μέλλον θα δούμε πως θα εξελιχθεί το φαινόμενο. Πρέπει να σας τονίσω ότι η Κρήτη είναι από τις πιο ενεργές περιοχές της χώρας μας διότι βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του ελληνικού σεισμικού τόξου».

Το ΒΑ Αιγαίο θέλει προσοχή

Μια άλλη περιοχή που προβληματίζει τον κ. Παπαδόπουλο είναι το βορειοανατολικό Αιγαίο. «Θέλει σίγουρα προσοχή αυτή η περιοχή. Την περίοδο του ’80 και συγκεκριμένα το 1982 και το 1983 είχαμε αλλεπάλληλους ισχυρότατους σεισμούς και εκ νέου το 2014 με μεγέθη έως 6,9 ρίχτερ. Κατά συνέπεια είναι μια σεισμοτεκτονική δομή με πάρα πολύ υψηλό σεισμικό δυναμικό, διότι αποτελεί την συνέχεια του ρήγματος της βόρειας Ανατολίας που έρχεται από το βόρειο τμήμα της Τουρκίας, εισέρχεται στη θάλασσα του Μαρμαρά και κινείται μέσα στη θάλασσα του βορείου Αιγαίου. Το ότι οι γύρω κατοικημένες περιοχές βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το συγκεκριμένο ρήγμα δεν μας απαλλάσσει από την ευθύνη να παρακολουθούμε και να αξιολογούμε με μεγάλη προσοχή τα δεδομένα. Και μην ξεχνάτε ότι ο σεισμός 5,4 ρίχτερ στις 16/1/2022 στο βόρειο Αιγαίο μπορεί να είναι μόνο η αρχή μιας διαδικασίας και μπορεί σε ένα, δύο ή τρία χρόνια να δούμε την επανάληψη του επόμενου ισχυρού σεισμού» σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος.

Η τρωτότητα της Αττικής

Για την «πολύπαθη» Αττική ο κ. Παπαδόπουλος εξέφρασε συγκεκριμένους προβληματισμούς καθώς «εδώ είναι μια μεγαλούπολη η οποία έχει αυξημένη τρωτότητα και είναι εκτεθειμένη στον σεισμικό κίνδυνο».

Ο μεγάλος πληθυσμός, οι περιοχές με χιλιάδες αυθαίρετα και η μεγάλη συγκέντρωση βιομηχανικών και οικονομικών δραστηριοτήτων την κάνουν πολύ ευάλωτη στον σεισμικό κίνδυνο, με τον καθηγητή σεισμολογίας να αναφέρει για τα ρήγματα της Αττικής: «Τα μεγάλα ρήγματα που μέχρι τώρα γνωρίζουμε είναι περιμετρικά της Αττικής. Πρόκειται για το μεγάλο ρήγμα που φεύγει από τον ανατολικό Κορινθιακό, περνάει από τη Θήβα και φτάνει μέχρι τον Ωρωπό, που έχει δώσει μεγάλους σεισμούς στο παρελθόν. Η μεγάλη σεισμική πηγή στις Αλκυονίδες, που βρίσκεται στον ανατολικό Κορινθιακό, απείλησε και έβλαψε γειτονιές της Αττικής το 1981, ενώ και μικρότερα ρήγματα, όπως της Φυλής το 1999, δημιουργούν μεγάλα προβλήματα. Άρα έχουμε και σχετικά μακρινές σεισμικές πηγές αλλά και μέσα στην Αττική που σημαίνει ότι τα μάτια μας πρέπει να είναι ανοιχτά. Και ξέρετε είναι μάλλον μια εύκολη λύση το να λέμε ότι είναι μια περιοχή χαμηλής σεισμικότητας καθώς δεν ξέρουμε πλήρως τα ρήγματα και ταυτόχρονα είναι πολύ μεγάλη η τρωτότητα κάτι που είδαμε το 1999 όταν από τον σεισμό της Πάρνηθας με μέγεθος 5.9 ρίχτερ είχαμε 143 θύματα, που όπως φαίνεται και από το σχετικό πίνακα ήταν ένας από τους πιο πολύνεκρους σεισμούς μετά από αυτόν στα Επτάνησα τον Αύγουστο του 1953».

Μοιραστείτε την είδηση

Χρηστάλλα Κακαβελάκη

biskotto.gr