Νέο πρόγραμμα «Εξοικονομώ κατ΄οίκον» | υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας
Tο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας σχεδιάζει νέου τύπου πρόγραμμα «Εξοικονομώ κατ΄οίκον», το οποίο θα συνδυάζει πέντε διαφορετικές πηγές χρηματοδότησης και θα τεθεί σε εφαρμογή από το 2021.
Το νέο πρόγραμμα θα περιλαμβάνει:
- Επιδοτήσεις από το ΕΣΠΑ ή άλλες Κοινοτικές πηγές
- Τραπεζικά δάνεια,
- Ιδιωτική συμμετοχή των ιδιοκτητών των κτιρίων,
- Φοροαπαλλαγές και
- Την συνεισφορά του λεγόμενου καθεστώτος επιβολής, στο πλαίσιο του οποίου οι προμηθευτές ενέργειας (και στο εξής και οι διαχειριστές των δικτύων διανομής, δηλαδή ο ΔΕΔΔΗΕ και οι Εταιρείες Διανομής Αερίου) θα πρέπει – σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία – να κάνουν επενδύσεις και να επιτυγχάνουν συγκεκριμένους στόχους εξοικονόμησης ενέργειας.
Οι φοροαπαλλαγές για τις εργασίες ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων οι οποίες θεσπίστηκαν για πρώτη φορά εφέτος και δεν αποκλείεται να αναθεωρηθούν, είναι το νέο στοιχείο, ως προς την χρηματοδότηση, που διαφοροποιεί το νέο πρόγραμμα από το υφιστάμενο.
Άλλο στοιχείο είναι επίσης το καθεστώς επιβολής, βάσει του οποίου οι ενεργειακές επιχειρήσεις καλούνται να υλοποιήσουν επενδύσεις που οδηγούν σε μείωση της κατανάλωσης ενέργειας για τους πελάτες τους.
Επιπλέον το νέο Εξοικονομώ θα απευθύνεται σε πολύ ευρύτερο κοινό σε σχέση με το υφιστάμενο, καθώς σχεδιάζεται με γνώμονα το στόχο που περιλαμβάνεται στον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό, να αναβαθμιστούν ως το 2030 πάνω από το ένα έκτο (15%) των υφιστάμενων κτιρίων.
Εκτός από την προστασία του περιβάλλοντος και την επίτευξη των στόχων για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, η εξοικονόμηση ενέργειας συνεπάγεται άμεσο όφελος για τους χρήστες των κτιρίων, καθώς μειώνεται ο λογαριασμός για το ρεύμα τα κοινόχρηστα κλπ. καθώς και για τα επαγγέλματα της οικοδομής που συνδέονται με τις εργασίες αναβάθμισης.
Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του κτιριακού αποθέματος αναμένεται έως το 2030 να οδηγήσει σε αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας κατά 8 δισ. ευρώ και στη δημιουργία 22.000 νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης.