Οι θησαυροί μας «όσο-όσο» στο Λονδίνο | νομιμοποιώντας την αρχαιοκαπηλία
Ο διεθνής οίκος δημοπρασιών Christie’s, πραγματοποίησε δημοπρασία στις, 3 και 4 Ιουλίου, στο Λονδίνο, με συνολικό τζίρο £3,183,875.
Για όσους δεν κατάφεραν να συμμετέχουν στον πλειστηριασμό, ώστε να αποκτήσουν το δικό τους αρχαίο μνημείο, υπάρχει διαθέσιμη η λίστα με τα αντικείμενα που πωλήθηκαν, και φυσικά οι ημερομηνίες κι οι κατάλογοι από μελλοντικές δημοπρασίες.
Ο κατάλογος των προς δημοπράτηση αντικειμένων του Λονδίνου περιλάμβανε
- Ετρουσκικά
- Ρωμαϊκά
- Αρχαία αιγυπτιακά και λοιπά κομμάτια
- Σπανιότατα αρχαία ελληνικά κινητά μνημεία, τα οποία χρονολογούνται από την πρωτοελλαδική μέχρι την ελληνιστική περίοδο. Ανάμεσά τους, κυκλαδικά ειδώλια και πυξίδες, μελανόμορφοι αμφορείς και κρατήρες, κεφαλές αγαλμάτων.
Η Αίγυπτος έκανε ένα διστακτικό βήμα, ζητώντας να μην υλοποιηθεί η δημοπρασία και αξιώνοντας από τον οίκο Christie’s τα πιστοποιητικά απόκτησης των αρχαίων αντικειμένων. Τον περασμένο Δεκέμβριο, το ανώτατο δικαστήριο της Ιταλίας ανάγκασε το Μουσείο Getty στην California να επιστρέψει ένα αρχαίο ελληνικό άγαλμα του γλύπτη Λύσιππου στην Ιταλία, αφού το Μουσείο Herzer είχε πληρώσει σχεδόν 4 εκατομμύρια δολάρια για αυτό το 1977.
Το ελληνικό υπουργείο πολιτισμού έχει λάβει στο παρελθόν αντίστοιχες πρωτοβουλίες. Το 2007 ζήτησε εξηγήσεις για την ακριβή προέλευση των αντικειμένων της δημοπρασίας της περιόδου του Γεωργίου Α’, ενώ είχε ζητήσει να αποσυρθεί επιτύμβια στήλη του 4ου αι. π.Χ. από δημοπρασία του οίκου Christie’s, στο Λονδίνο το 2015, η οποία εν τέλει πωλήθηκε έναντι 135.000$. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου τότε κώφευσε στα σήματα κινδύνου που εξέπεμπαν υπηρεσιακοί παράγοντες.
Η αδυναμία της έγκαιρης και επιτυχούς παρέμβασης θεωρείται πως οφείλεται στην υποβάθμιση της κομβικής για την παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών σε Τμήμα το οποίο, με την εφαρμογή του νέου οργανογράμματος, υποστελεχωμένο και χωρίς τα απαραίτητα εφόδια, εντάχθηκε στη νυν Διεύθυνση Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων, Τεκμηρίωσης και Πολιτιστικών Αγαθών.
Ωστόσο, η διαχρονική αδυναμία του ΥΠΠΟ να επέμβει επιτυχώς στην ακύρωση τέτοιων διαδικασιών προκαλεί προβληματισμό.
Στην πραγματικότητα, όλες οι προς πώληση αρχαιότητες αποτελούν προϊόντα λεηλασίας και αρπαγής, ωστόσο σύμφωνα με τον βρετανικό νόμο αποτελούν σύννομες ενέργειες εκτός αν υπάρχουν αδιάσειστα νομικά επιχειρήματα που αποδεικνύουν παράνομη ενέργεια.
Οι οίκοι δημοπρασιών αποτελούν τους μεσάζοντες οι οποίοι διακινούν μοναδικά έργα τέχνης της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς σε ιδιωτικές προθήκες. Η προέλευση των αρχαιοτήτων προς δημοπράτηση συνήθως ‘αγνοείται’, καθώς οι οίκοι δημοπρασιών εξυπηρετούνται όταν τα αρχαία αντικείμενα δεν έχουν ταυτότητα.
Η ανοχή στην εκποίηση πολιτιστικών αγαθών τόσο στην εθνική όσο και στην ξένη αρχαιολογική νομοθεσία έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης σε αρχαιολογικά συνέδρια, αποδεικνύεται ωστόσο, πως η παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων αποτελεί μια πραγματική Λερναία Ύδρα.
Ο αγώνας ενάντια στην εμπορευματοποίηση του Πολιτισμού αποτελεί έναν σύγχρονο άθλο, αντίστοιχης δυσκολίας με τους άθλους του Ηρακλή, του οποίου την ολοκλήρωση δεν μπορούμε να περιμένουμε από έναν ήρωα. Εναπόκειται στις συντονισμένες προσπάθειες των ειδικών (αρχαιολόγων, μουσειολόγων) και του κοινού η προσπάθεια για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.