Κική Δημουλά | 2 χρόνια χωρίς την σπουδαία Ελληνίδα ποιήτρια
Η Κική Δημουλά ήταν Ελληνίδα πολυβραβευμένη ποιήτρια, της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της ποίησης.
Το πατρικό της όνομα ήταν Βασιλική Ράδου. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου του 1931 και είχε καταγωγή από την Καλαμάτα. Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη και την Έλση.
Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949 έως και το 1973. Υπήρξε πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών).
Έκανε την εμφάνιση της στα γράμματα το 1952, σε ηλικία 19 χρονών, με τη ποιητική συλλογή «Ποιήματα», όμως μετά από λίγο αποκήρυξε εκείνη την πρώτη συλλογή της. Η επίσημη είσοδός της στην ποίηση έγινε το 1956, με τη συλλογή «Έρεβος» Αργότερα ήρθαν οι «Ερήμην», «Επί τα ίχνη» και η συλλογή «Το λίγο του κόσμου» για την οποία τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως. Το Κρατικό Βραβείο Ποίησης απέσπασε η συλλογή της «Χαίρε ποτέ», ενώ το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της απονεμήθηκε για την «Εφηβεία της λήθης», στην οποία περιλαμβάνεται το ποίημα «Σαν να διάλεξες», όπου η ποιήτρια συνδέει μια βόλτα στη λαϊκή αγορά με το μοιραίο του θανάτου: «Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε./ Είναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά/ πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο/ που έχει η εκλογή σου. […] Το πολύ ν’ αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια./ Για εξοικείωση./ Εκεί δεν έχει διάλεξε. Εκεί με κλειστά τα μάτια».
Ακολούθησαν οι συλλογές «Ενός λεπτού μαζί», «Ήχος απομακρύνσεων», «Εκτός σχεδίου», «Χλόη θερμοκηπίου», «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως», «Τα Εύρετρα», «Δημόσιος Καιρός» και «Ανω τελεία».
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα:
«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα».
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές της, προσελήφθη ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία εργάστηκε επί 25 χρόνια, έως το 1974, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Για μία οκταετία εργάστηκε αποσπασμένη στη σύνταξη του περιοδικού «Κύκλος», που εξέδιδε η τράπεζα, με λογοτεχνικό και οικονομικό περιεχόμενο, στο οποίο δημοσιεύονταν κείμενά της.
Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, μόλις η τρίτη γυναίκα που έτυχε αυτής της τιμής, από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Ελλάδας. Οι βραβεύσεις για την Κική Δημουλά συνεχίστηκαν το 2009 με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της και το 2010 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, επίσης, για το σύνολο του έργου της. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες του κόσμου (Αγγλικά Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Πολωνικά, Βουλγαρικά, Γερμανικά, Σουηδικά κ.ά.).
Η Κική Δημουλά έχει να επιδείξει κι ένα μικρό σε έκταση αφηγηματικό έργο, μία επιλογή του οποίου περιέχεται στο βιβλίο «Εκτός Σχεδίου» (2005). Κυκλοφορούν, επίσης, η ομιλία που εκφώνησε στην Ακαδημία Αθηνών κατά την τελετή υποδοχής της με τίτλο «Ο Φιλοπαίγμων Μύθος» (2004) και η ομιλία της στην Αρχαιολογική Εταιρεία με τίτλο «Έρανος σκέψεων» (2009).
Ο ποιητικός λόγος της Κικής Δημουλά ακολούθησε μία εξελικτική πορεία, με επιδράσεις από την καβαφική ποίηση στο ξεκίνημά του και με βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία τη λογοπλαστική τάση και την εικονοπλαστική ενάργεια. Ο προβληματισμός της Δημουλά, σαφώς υπαρξιακός, εκφράζει την αγωνιώδη αναζήτησή της για το νόημα της φθαρτής ανθρώπινης ζωής. Τα θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Στοιχεία της γραφής της είναι ο γοργός και αιχμηρός στίχος, ο ειρωνικός τόνος με τη χρήση των λέξεων της καθαρεύουσας, της τεχνολογίας, της αργκό ή και νεολογισμών, η φιλοπαίγμων διάθεση με την παράθεση αντίθετων ή ομόηχων λέξεων, η ηθελημένη αμέλεια στη σύνταξη και οι επαναλήψεις.
Η Κική Δημουλά εισήλθε στις 2 Φεβρουαρίου 2020 σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας λόγω της χρόνιας αναπνευστικής ανεπάρκειας από την οποία έπασχε. Τελικά, απεβίωσε 20 ημέρες αργότερα, στις 22 Φεβρουαρίου, λόγω καρδιακής ανακοπής σε έδαφος σοβαρής χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας και καρδιακής ανεπάρκειας.